Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

πάει ο παλιός ο χρόνος...

ας γιορτάσουμε παιδιά…! Πήρα δωράκι Χριστουγεννιάτικο από την Εύα, την ευχαριστώ θερμά και απαντώ στις παρακάτω ερωτήσεις. Λοιπόν :

1. Η πιο όμορφη Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση
Ακούω την φωνή του αδερφού μου και ένα χέρι με τραβάει με βιασύνη. Ράνια, Ράνια, ξύπνα, ξημέρωσε, ξημέρωσε σου λέω!!! Τρέχουμε και κάτω από το δέντρο βρίσκεται το πιο αγαπημένο δώρο των παιδικών μου χρόνων. Είμαι πέντε και η κούκλα με τις ξανθές μπούκλες που βρίσκεται μέσα στο καρότσι είναι πιο μεγάλη από μένα. Είναι όμορφη, με γαλάζιο φόρεμα και λευκό παλτό και βρίσκεται ακόμη μαζί μας στο παιδικό μου δωμάτιο, στο πατρικό μου. Μέχρι και η μικρή πρόλαβε να παίξει μαζί της.

2. Αγαπημένο ξένο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι
White Christmas, φυσικά. Είναι γνωστά αυτά.

3. Αγαπημένο ελληνικό Χριστουγεννιάτικο τραγούδι
Ο μικρός τυμπανιστής. Πάντα, πάντα με συγκινεί.

4. Δώρα Χριστουγεννιάτικα που θέλω
Υγεία, αγάπη, ευτυχία. Ψιλοπράγματα.



Χρόνια πολλά σε όλους! Εύχομαι μια πολύ όμορφη νέα χρονιά!







Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

σαν άχνη ζάχαρη

Αφού το γέλιο πάρουμε
 το κάνουμε δυο σβούρες
Έτσι θα φύγουν μακριά
για πάντα οι σκοτούρες*


Έτσι, έτσι σκέφτηκα θα ξεκινήσω το ποστάκι μου, ένα ποστ για τα Χριστούγεννα, την πιο λαμπερή γιορτή του χρόνου, ένα ποστ για τα παιδιά που βγάζουν επιφωνήματα χαράς μπροστά στα χρωματιστά λαμπιόνια και στους αμέτρητους Αι-Βασίληδες που έχουν γεμίσει την πόλη. Έτσι σκέφτηκα θα ξεκινήσω, με τον γαργαληστή, να μιλήσω για δώρα και ζουμερά μελομακάρονα, για κάλαντα, σχολικές γιορτές και στολές μικρών πράσινων ξωτικών.

Κάθομαι και ανοίγω το λάπτοπ, μα πριν ξεκινήσω, το μάτι μου πέφτει στην ανοιχτή τηλεόραση και εκείνη τη στιγμή, κανένα πεντάλεπτο δηλαδή νωρίτερα, οι ειδήσεις στον άλφα παίζουν το θέμα “νοικιάζουν παιδιά –επαίτες”. Νοικιάζουν παιδιά, παιδιά που ζητιανεύουν στην Αθήνα, παραμονές του 14 και κάπως έτσι πάει περίπατο το ποστάκι εκείνο, δεν έχω πια –λυπάμαι- καμιά όρεξη να γράψω για δώρα και κόκκινα σκουφιά, έχει ήδη πεθάνει εκείνο το ποστάκι, έχει δώσει τη θέση του σε κάτι άλλο, σε τι δεν ξέρω, στο τέλος θα σου πω.

Αν υπάρχει κάτι που προσδιορίζει τη χρονιά που πέρασε, θα έλεγα ότι αυτό είναι η ενοχή. Τελεία. Δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα, να χαρώ τίποτα, χωρίς να νιώσω ενοχές για όσα έχω, για όσα μπορώ να προσφέρω στους άλλους, ακόμα και στα ίδια μου τα παιδιά. Παιδιά πεινάνε, παιδιά ζητιανεύουν στους δρόμους, πεθαίνουν από το κρύο ή τις συνέπειές του, παιδιά κακοποιούνται, πετιούνται, πωλούνται και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ποιος και πότε θα λογοδοτήσει επιτέλους για όλα αυτά. Ποιος θα λογοδοτήσει για τη φρίκη και την εκμετάλλευση τόσων εκατομμυρίων ψυχών σε όλο τον πλανήτη. Ποιος και πότε.

Κοιτάζω τα παιδιά μου που παίζουν στο διπλανό δωμάτιο ευτυχισμένα, γερά, ασφαλή και νιώθω τυχερή που έχω αυτά τα δυο υπέροχα πλάσματα να μοιράζονται το γέλιο και τον ενθουσιασμό τους μαζί μου. Και σκέφτομαι ότι θα μπορούμε να λεγόμαστε άνθρωποι, άνθρωποι ολόκληροι, ατόφιοι, μόνο όταν όλα, όλα τα παιδιά πάνω σ’αυτόν τον πλανήτη μπορούν να παίζουν ευτυχισμένα, γερά και ασφαλή, μοιράζοντας το γέλιο τους σ’όλο τον κόσμο. Μέχρι τότε, όλα τα δώρα και τα μελομακάρονα του κόσμου δεν μπορούν να μην έχουν και μια ιδέα ενοχής πάνω τους. Σαν άχνη ζάχαρη, σ’ένα πιάτο με μικρούς, στρογγυλούς, κουραμπιέδες.    

Δρόμο παίρνω,
δρόμο αφήνω
στο ίδιο μέρος
δεν θα μείνω,
δρόμο θα πάρω
δρόμο θ’αφήσω
παιδιά θα βρω
να γαργαλήσω*




*Από το βιβλίο του Δ. Μπασλάμ, “O Γαργαληστής”



Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

και όλο γυρίζει

Σου γράφω πάλι από Θεσσαλονίκη. Βρέθηκα ξανά σε ταξίδι αστραπή να περπατώ στους παγωμένους δρόμους της και όπως πάντα, ένα τέτοιο ταξίδι μου φτιάχνει το κέφι. Τη μια στιγμή να είσαι εδώ και την άλλη αλλού, πώς μπορεί ο χρόνος και ο χώρος να χωρέσουν επιθυμίες και διαθέσεις, όλα είναι πιθανά, πιθανά, πιθανά όσο η γη μας γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει.

Μ’αρέσει να ξυπνώ πριν απ΄την πόλη. Να περπατώ στους δρόμους της την ώρα που εκείνη ακόμα χουζουρεύει μέσα στα ζεστά της παπλώματα, να παρακολουθώ το αργό της ξεκίνημα, να τη χαζεύω την ώρα που πλένεται και πίνει τον καφέ της. Μ’αρέσει να νιώθω τον κρύο αέρα στο πρόσωπό μου και να βαδίζω χωρίς να πηγαίνω κάπου, ροκανίζοντας τον χρόνο.

Σου γράφω πάλι από Θεσσαλονίκη. Δυο λέξεις πρόχειρα σημειωμένες σε χαρτί λευκό, τρεις σκέψεις να προλάβουν να μείνουν, μη φύγουν κι’αυτές μαζί με τη μέρα. Όμορφη μέρα. Βγήκε και ένας ήλιος ολοστρόγγυλος, γιορτινός, βγήκαν μαζί του τα γυαλιά απ’τις τσάντες, και τα χέρια –παγωμένα χέρια- απ’τις τσέπες. Πάλι ξέχασα τα γάντια μου, ήταν η πρώτη σκέψη μου όταν έφτασα, μα τα κανόνισε ο ήλιος για χάρη μου, τυχερή, πόσα χατήρια μου’χει κάνει ως τώρα.

Άφιξη, πανεπιστήμιο, αγορά, αναχώρηση και κάπου ανάμεσα, ένας καφές στριμωγμένος και δυο τρεις λέξεις γραμμένες γρήγορα, έτσι όπως έβγαιναν, με φόρα, δυο τρεις λέξεις που σου στέλνω τώρα, μετά, χωρίς φκιασίδι, ούτε λίγο δεν πρόλαβα να τις χτενίσω, να ισιώσω τα ρούχα τους κομματάκι, έτσι φύγαν, όπως ερχόντουσαν, με φόρα ξανά.

Μ’αρέσει να γράφω μέσα στον κόσμο. Έχει μια κινηματογραφική αίσθηση αυτό, είσαι μόνος και δεν είσαι, είσαι μέσα στον κόσμο αλλά αλλού, η ζωή περνάει, αρκεί να μην μας προσπερνάει μόνο, όλα είναι πιθανά, πιθανά, πιθανά, όσο η γη μας γυρίζει. Αριστοτέλους στη μια παρά δέκα, κόσμος -λίγος- συγκεντρωμένος και πανό, στα μεγάφωνα άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, κίνηση και πάνε- έρχονται περαστικοί. Και η γη, όλο να γυρίζει.


Σου γράφω πάλι από Θεσσαλονίκη. Σου γράφω από Θεσσαλονίκη, όσο είμαι ακόμα εδώ, σε λίγο θα φύγω, θα είμαι εκεί και για λίγο, όσο να φτάσω, δεν θα είμαι ούτε εδώ, ούτε εκεί, για λίγο δεν θα είμαι πουθενά, θα είμαι απλά πάνω ή σχεδόν πάνω σ’αυτή τη γη όπου όλα είναι πιθανά, σ’αυτή τη γη που όλο γυρίζει και με ξεμυαλίζει.    



Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

συμπέρασμα



Τελικά, δεν είναι καθόλου δύσκολο να απομυθοποιήσεις κάποιον. 
Αρκεί μόνο να τον γνωρίσεις.




Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

αποστάσεις

Ένα από τα πράγματα που γενικά με εκνευρίζει, είναι το γεγονός πως συχνά γράφω άλλα από αυτά που σχεδίαζα να γράψω. Βρίσκομαι ας πούμε στο δρόμο ή στη δουλειά, ακούω κάτι, ένα τραγούδι, μια συνομιλία, μια είδηση και κάνω κάποιες σκέψεις ή απλά μου δημιουργείται μια αίσθηση, ένα φίλινγκ, το  οποίο θέλω εκείνη τη στιγμή να καταγράψω. Σκαρώνω ένα μικρό ποστ στο μυαλό μου, η μια σκέψη ακολουθεί την άλλη και ανυπομονώ για την ώρα που θα μπορέσω ήσυχη να καθίσω και να μεταφέρω το μικρό μου ποστ στην οθόνη μου. Μέχρι να γίνει αυτό, οι πρώτες σκέψεις έχουν παρασυρθεί από άλλες, διαφορετικές, η αρχική αίσθηση έχει εξαφανιστεί ή μεταλλαχτεί και συχνά, από αυτό το μικρό ποστ δεν έχει μείνει παρά μόνο μια μικρή νοσταλγία για κάτι που δεν γράφτηκε ποτέ. Η απόσταση αυτού που αρχικά ήθελα να γράψω από αυτό που στο τέλος γράφεται, είναι ανάλογη με την απόσταση ανάμεσα στο αρχικό ερέθισμα και τη στιγμή που πιάνω στα χέρια μου το λαπτοπ. Κάποιες φορές ισοδυναμεί με έτη φωτός.  

Τον τελευταίο καιρό συνειδητοποίησα για εκατοστή περίπου φορά, πως τίποτα δεν είναι πλέον δεδομένο στη ζωή μας. Και στην ζωή των ανθρώπων γύρω μας. Και δεν μιλάω για πράγματα φλου όπως η ευτυχία ή ο έρωτας, αλλά για πράγματα πρακτικά, απλά και απαραίτητα, όπως ας πούμε ο ηλεκτρισμός. Ή το φαγητό. Ό,τι κι’αν φανταζόμασταν για το σήμερα, απέχει πολύ από αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Όσο περίπου απέχει ο μέσος πολιτικός απ’τον μέσο πολίτη. Και η απόσταση όλο και μεγαλώνει. Εκθετικά.


Πάντα με ξαφνιάζει –ευχάριστα- πώς απλά πράγματα, όπως μια σειρά από φωτισμένα λαμπάκια ή ένα παλιό τραγούδι, μπορούν να μας κάνουν να γυρίσουμε στο παρελθόν. Εκεί που είσαι μέσα στην μαυρίλα και την καταχνιά, ακούς ένα γνωστό τραγούδι και με ένα μαγικό τρόπο, κάνεις στροφή, αρχίζεις να ψιλοτραγουδάς και όχι μόνο να ελπίζεις στο καλύτερο, αλλά να πιστεύεις ακράδαντα σ’αυτό, να το κοιτάς στα μάτια και να το περιμένεις, με την ίδια αφέλεια και δύναμη που είχες όταν ήσουν περίπου δέκα χρονών. Γίνεσαι ξανά –ας πούμε παιδί- η ζωή μοιάζει ξανά με κομεντί και τα εντινγκς είναι μόνο χάπι. Η απόσταση ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, στο θέλω και το μπορώ, φαίνεται ξαφνικά πολύ μικρή, μηδαμινή. Ίση με την απόσταση που έχουν λίγες νότες πάνω σ’ένα πεντάγραμμο.