Και ξεκίνησαν πάλι
αυτά τα όμορφα βραδάκια, τα ούτε κρύα, ούτε ζεστά, αυτά που φέρνουν την υπόσχεση
του καλοκαιριού και μια υποψία τελειότητας, καθώς κάθεσαι σχεδόν ακίνητος και χαζεύεις
το σκοτάδι και αυτόν τον απέραντο αττικό ουρανό. Κάτι τέτοια βραδάκια είναι,
που θυμάμαι πόσο αγαπάω αυτή την πόλη, πόσο λατρεύω αυτή τη χώρα, πόσο δεν
θα’θελα να ζήσω πουθενά αλλού, κι’ας είναι χίλια τα όσα τη χαλάνε, αρκεί να
μπορώ να σεργιανίζω στους δρόμους της και να χαζεύω, ναι, κάτι τέτοια βραδάκια,
το σκοτάδι και αυτόν τον απέραντο αττικό ουρανό. Τον ξάστερο.
Έχει κάτι το
ξεχωριστό αυτή η εποχή, αυτή η στιγμή πριν από το καλοκαίρι. Σε γεμίζει,
άγνωστο πώς, με την πιο υπέροχη ψευδαίσθηση, αυτή της απειροελάχιστης
πιθανότητας, που όμως θα σκάσει μύτη και θα βγει αληθινή, ξαφνιάζοντας τους
πάντες, ακόμα και σένα τον ίδιο. Αυτή η ψευδαίσθηση, μαζί με μια ιδέα από
γιασεμί, είναι που σε κάνει να κοιμάσαι, λέγοντας όνειρα γλυκά και να τα
βλέπεις κιόλας. Πρωί, βράδυ.
Αν ο Θεός βρίσκεται
στις λεπτομέρειες, η ευτυχία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην ελαφρότητα. Στην
ελαφρότητα, που φέρνει το βήμα σου δυο τρία εκατοστά πάνω απ΄το χώμα και σε κάνει
να πιστεύεις σε κάτι ιστορίες που δίνουν στους πρωταγωνιστές ζωή καλή και σε
σένα καλύτερη. Σαν παραμύθι.
Και ναι, όλα αυτά
συμβαίνουν, γιατί πολύ απλά, κάπου εδώ γύρω είναι και η άνοιξη, που ας μην κρυβόμαστε,
επιβάλλει να χαλαρώσεις, να γελάσεις και ας γελαστείς, να πιστέψεις κι’ ας παραμυθιαστείς.
Ώρα να εμπιστευτείς εσένα, την πόλη και αυτόν τον απέραντο αττικό ουρανό. Τον
πιο θαυματουργό απ'όλους.
Και είναι ωραίο που, τελικά,
μεγαλώνοντας, όλο και κάποια ιδέα φαίνεται να’χεις, για το τι, για το πώς και
το γιατί.