Κυριακή 29 Απριλίου 2012

τουλάχιστον

Και τώρα που επιτέλους αρχίσαμε να νιώθουμε σιγά, σιγά, τη ζέστη του ήλιου στο πετσί μας και αφηνόμαστε σε κουβέντες για σχέδια καλοκαιρινά, για ταξίδια και μπανάκια ολοήμερα, τώρα που τη σκέψη κατακλύζουν σαγιονάρες, δροσερά καφτάνια και ζωηρόχρωμα μαγιό, τώρα έρχονται και οι εκλογές να μας χαλάσουν το όνειρο, να μας προσγειώσουν σε μια πραγματικότητα μίζερη ναι, αδιέξοδη όχι. Ελπίζω, τουλάχιστον.
Έφαγα για πρωινό φράουλες πασπαλισμένες με ζάχαρη συνοδευμένες από δύο κούπες δυνατό, γλυκό καφέ και έψαχνα να δω τους υποψήφιους των κομμάτων για το νομό Μαγνησίας. Πάντα το ίδιο πρόβλημα. Φτάνουν οι εκλογές, πας να ψηφίσεις, κοιτάς τα ψηφοδέλτια και … κενό, ποιοι είναι αυτοί και τι πρεσβεύουν? Άντε μετά να ρωτάς τελευταία στιγμή φίλους και συγγενείς να σου πουν ό,τι έχει ακούσει ο καθένας -πασπαλισμένο αυτό με διάφορες αμφιβόλου προελεύσεως φήμες- για να μπεις σε ένα παραβάν και να αποφασίσεις ποιος για τα επόμενα τέσσερα –λέμε τώρα- χρόνια θα αποφασίζει για σένα. Όλοι οι ετεροδημότες το ίδιο θέμα έχουμε, είναι λογικό, γνωρίζουμε καλύτερα τα της Αθήνας κι’ας ψηφίζουμε αλλού και ας είναι άλλοι αυτοί που θα κριθούν με την ψήφο μας. Φέτος λοιπόν σκέφτηκα να οργανωθώ από νωρίς και να πάω έτοιμη να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα και καθήκον. Φέτος θα τα κάνω όλα αλλιώς. Θα ψάξω, θα ρωτήσω, θα μάθω. Φέτος θα σώσω τη χώρα. Θα προσπαθήσω τουλάχιστον.
Αυτές τις μέρες όλο στις εκλογές είναι το μυαλό μου. Φταίει αυτό το τζογαδόρικο κομμάτι του εαυτού μου –τζόγο δεν παίζω, αλλά τον έχω μέσα μου- που με βάζει να σκέφτομαι προγνωστικά, να κάνω προβλέψεις και να ενθουσιάζομαι στη σκέψη της σωστής μαντεψιάς. Είμαι τύπος του στοιχήματος, είδος τζόγου κι’αυτό, αν και ελπίζω τα αποτελέσματα των εκλογών να μην είναι απλά μια ζαριά στο τραπέζι. Να έχουν κάτι από ελπίδα και αισιοδοξία. Κάτι από δύναμη και ανθρωπιά. Κάτι από μένα, κάτι από σένα, κάτι από τα θέλω μας και τα μπορώ μας. Απ’του παραμυθιού το τέλος. Να ζήσουμε καλύτερα. Εμείς. Όλοι. Να ζήσουμε. Καλύτερα. Τουλάχιστον αυτό. Καλύτερα. Τουλάχιστον.
Ετοιμάζω τα μικρά για βόλτα και ψιλοβολεύω το σπίτι. Όλο και κάποιο παιχνίδι ανακαλύπτω κάτω απ’τον καναπέ, το τηλεκοντρόλ πίσω από ένα μαξιλάρι, polly pocket μισοντυμένες στο πάτωμα, μια πιπίλα ξεχασμένη σ’ένα μπλε πιατάκι. Βιβλία και σημειώσεις να μπουν στη σειρά, κούπες από καφέ στο πλυντήριο, μωρομάντηλα, κρέμες, μπιμπερό, στην τσάντα. Κάνω γρήγορα γιατί όλοι περιμένουν εμένα και είναι θέμα χρόνου να ξεχτενιστούν μαλλιά, να λερωθούν μπλουζάκια, να τσαλακωθούν πουκάμισα και παντελόνια. Να φύγουμε, να ξεχαστούμε. Να παίξουν τα μικρά, να ξεσκάσουν, να χαρούν τη μέρα, τη μαμά και το μπαμπά, να έρθει το βράδυ, να πέσουν για ύπνο αμέσως χωρίς μη και μα. Ξερά. Τουλάχιστον.




φωτογραφία Sally Mann

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Και έρχεται η στιγμή που δεν συνοδεύει το τραγούδι το ποστ, αλλά αντίθετα γράφεται το ποστ για το τραγούδι, είναι οι λέξεις που προσπαθούν – αδύναμα είναι σίγουρο- να πλαισιώσουν τη μουσική, να μιλήσουν γι’αυτή, για όσα εκείνη λέει, για όσα εκείνη φέρνει, για όσα προκαλεί. Κάπου εκεί μέσα σ’έναν ανεμοστρόβιλο από νότες είναι που θα’θελες να εξαφανιστείς και από εκεί να ξαναγεννηθείς. Με κάθε κύτταρό  σου να λάμπει, καινούργιο. Η μουσική, από τις πιο ωραίες αφορμή. Είναι πρόκληση οι νότες, είναι πρόσκληση σε βουτιά προς τα μέσα, σχεδόν μπορώ να νιώσω -καθώς η κάθε νότα έναν έναν τους ιστούς διαπερνά- το ανέβασμα σ’ένα φανταστικό βατήρα, το τέντωμα του σώματος, χέρια ενωμένα μπροστά, βαθιά ανάσα, τίναγμα στον αέρα και μετά το σπλατς, ηδονή, τι μαγική αυτή η αίσθηση του μέσα που ξυπνά και ρωτάει, που ξυπνά και απαιτεί και θέλει να ξέρει και αντέχει να μάθει, τι πτώση και βύθισμα και γαλήνη μετά και ταραχή μαζί, λίγωμα και στεγνός λαιμός και δίψα, η γεύση της γνώσης ασύγκριτη.
Και δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι αν θέλεις να ξέρεις αυτό που υποπτεύεσαι.
 



Το μουσικό θέμα που μ’έχει στοιχειώσει, από το όμορφο blog της meril.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

αρχίσαμε

Αχ, δεν γουστάρετε τρελά που είμαστε σε προεκλογική περίοδο και ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι παραμύθι θέλει?
Θα ακούσουμε αυτό της κοκκινοσκουφίτσας που δεν άκουσε τη μαμά της και παραλίγο να τη φάει ο λύκος, αυτό με τα τρία γουρουνάκια που σώθηκαν χάρη στο γερό, το στέρεο, το ισχυρό σπιτάκι, το τζίτζικα και τον μέρμηγκα, αχ άμυαλε τζίτζικα τι σου έμελλε να πάθεις…
Μου αρέσουν πολύ οι προεκλογικές περίοδοι γιατί δίνουν στον καθένα την ευκαιρία να ξεπεράσει τον εαυτό του. Οι θρασείς να γίνουν θρασύτεροι, οι γελοίοι ρεντίκολα με τη βούλα, οι ασήμαντοι να πέσουν ακόμη πιο χαμηλά, να φανεί η γύμνια τους. Και θα δούμε τον κάθε ανεύθυνο να φοράει το πρόσωπο της υπευθυνότητας, τον κάθε ανίκανο να κρατάει τη σημαία του σωτήρα. Μέσα σε όλα θα ξεχωρίσουν (ελπίζω) και οι λίγοι που θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι γι’ αυτή τη χώρα. Και τους ανθρώπους της.
Αχ, προεκλογική περίοδος. Καλή φάση.



Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ουρανοί και αστέρια και βύσσινο γλυκό

Και νιώθω πως λίγο ή πολύ, όλοι είμαστε σε μια κατάσταση αναμονής. Όλοι σαν κάτι να περιμένουμε, όλοι όλο και κάτι περιμένουμε, αναμονή της Άνοιξης που δεν λέει φέτος να έρθει -να έρθει και να μείνει, όλο πισωγυρίσματα είναι τώρα τελευταία και ο καιρός- αναμονή των εκλογών, αναμονή μιας σωτηρίας απρόσμενης σαν να κερδίζεις το joker και η ζωή σου να μετατρέπεται σε τηλεοπτικό σποτ. Και πράγματι κάπως έτσι νιώθω πως οι περισσότεροι φαντάζονται τη σωτηρία, να έρχεται από τον ουρανό και να παίρνει στα χέρια της τη χώρα και εμάς μαζί τυλιγμένους σ’ένα σύννεφο δόξας και απίθανων προβλέψεων.
Διαβάζω για κάποιους υποψήφιους κομμάτων και ώρες ώρες με πιάνει απελπισία. Αυτοί είναι οι νέοι άνθρωποι που περιμένουμε; Αυτοί είναι η ελπίδα για ένα αύριο πιο δίκαιο, ανθρώπινο, δημοκρατικό; Αυτοί αντιπροσωπεύουν το μέλλον; Έλεος.
Ονειρεύομαι να κάνω ένα ταξίδι, να φύγω για λίγο μακριά, ο Σ. και τα παιδιά μαζί μου, να παίζουμε δίπλα στη θάλασσα φτιάχνοντας αποτυχημένα καστράκια και αυτοσχέδια καράβια που βουλιάζουν με το πρώτο ελαφρύ κυματάκι. Να γεμίζει άμμο το περιοδικό μου, παγωτό να στάζει πάνω στο μαγιό μου και να τρελαίνομαι. Να σκιάζω το πρόσωπο με χρωματιστά καπέλα και να νιώθω κορμί και μυαλό να ξεροψήνονται κάτω από τον ήλιο. Να μυρίζει το δέρμα μου καρύδα και τα μαλλιά μου να μπερδεύονται απ’τη θάλασσα και το αλάτι. Να κάνουμε βόλτες τα απογεύματα σε στενά σοκάκια και να τρώμε βανίλια υποβρύχιο σε παγωμένο νερό. Να αγοράζω άχρηστα δώρα και σουβενίρ απ’τα τουριστομάγαζα και χειροποίητα κοσμήματα της πλάκας. Να έρχεται το βράδυ και αφού βάλουμε τα παιδιά για ύπνο, ο ουρανός και η θάλασσα μόνη παρέα μας, σιγανές κουβέντες και η μουσική της νύχτας να ντύνει τη "σκηνή" μας.
Ονειρεύομαι κατακόκκινες φέτες καρπούζι και χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα. Μαυρισμένα πόδια και λευκά πέλματα να αφήνουν τα σημάδια τους στη μουσκεμένη άμμο, αστερίες και παγωμένες μαργαρίτες με μπόλικο αλάτι να μένει στα χείλη. Αέρινα φορέματα και ανοιχτά παράθυρα. Με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι. Λευκά σεντόνια και δροσερά φιλιά. Σιδερένια κρεβάτια και ιδρωμένα κορμιά. Νύχτες απ’αυτές που κολλάνε στο σώμα. Έρωτας και το φτερούγισμα της πεταλούδας. Εκεί. Ζωντανό. Σαν φέτα από λεμόνι στο νερό μας.
Και νιώθω πως λίγο ή πολύ, όλοι είμαστε σε μια κατάσταση αναμονής. Όλοι σαν κάτι να περιμένουμε, αναμονή μιας άνοιξης, αναμονή των εκλογών, αναμονή μιας σωτηρίας απρόσμενης. Tα προσπερνώ όλα αυτά και απλά περιμένω το καλοκαίρι. Και μέχρι να’ρθει θα το προσκαλώ δημιουργώντας εικόνες, θα το τραγουδάω, θα του τάζω ουρανούς και αστέρια και βύσσινο γλυκό.



φωτογραφία Willy Ronis

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Πασχαλινός πυρετός

Και οι μέρες πέρασαν, άλλο ένα Πάσχα έφυγε, να πάει στο καλό, τίποτα δεν κατάλαβα, κύλησαν οι μέρες χωρίς ίχνος γιορτινής ατμόσφαιρας, τις κατάπια ολόκληρες, σαν φάρμακο, σαν αντιβίωση ένα πράγμα.
Χωρισμένες οι νύχτες σε πολλά μικρά κομμάτια, με το ξυπνητήρι να χτυπάει ανά ώρα, να τσεκάρω πυρετούς, να αλλάζω φανελάκια, να αγωνίζομαι να δώσω φάρμακα, να βάζω και να βγάζω θερμόμετρα, 38 και 8, 39, 39 μισό, τραγούδι γίναμε, σκέτη τρέλα. Δύο, τρεις ώρες ύπνο κάθε βράδυ και να ξημερώνω αγκαλιά με τον μπέμπη τυλιγμένο στις κουβερτούλες του και τη μικρή κουλουριασμένη ανάμεσά μας στο κρεβάτι. Ευτυχώς αυτή το πέρασε ελαφριά, δυο μέρες μόνο, όχι σαν τον μικρό που έκλεισε σχεδόν εβδομάδα για να σκάσει χαμόγελο.
Και κάπως έτσι, φαγώθηκε στο πόδι αρνί και μαγειρίτσα, με το ζόρι να πούμε ένα Χριστός Ανέστη και να τσουγκρίσουμε κανα δυο αυγά, να περάσει η μέρα, ν’αλλάξει λίγο η διάθεση, τηλέφωνα και ευχές, σοκολατένια αυγά και λαμπάδες, τσουρέκια και κρασί.   
Μ’αυτά και με κείνα, αναστήσαμε και φέτος. Άντε και του χρόνου τώρα. Καλύτερα.

υσ. Κι’ αυτή η Άνοιξη η φετινή, όλο υποσχέσεις βρε παιδί μου.

 


Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

μέτρημα


Ας τα μετρήσουμε. Ας μετρήσουμε τα ποστ οργής, λύσσας και διαμαρτυρίας. Τις λέξεις της συγκίνησης, της θλίψης, της αγωνίας. Ας μετρήσουμε τις δηλώσεις απόγνωσης, τις κραυγές απελπισίας. Τις φωνές συμπαράστασης, τις καταγγελίες της ανομίας. Ας μετρήσουμε τα άρθρα που γράφτηκαν και θα γραφτούν, τις ψυχολογικές και κοινωνικές αναλύσεις, τις  εκτιμήσεις, τις κάθε είδους ερμηνείες. Ας μετρήσουμε τις γροθιές στο τραπέζι, τα συνθήματα στους τοίχους, τα πανό στους δρόμους. Το πένθος, τις ευαισθησίες, την αλληλεγγύη, τις πορείες. Τα κεριά που θα καούν, τους αναπτήρες που θα τραγουδούν, τα σημειώματα που στα σκαλιά στο δέντρο σαν αντίο θα αφεθούν. Ας μετρήσουμε τα δάκρυα και τις απορίες, τις δύο χρόνια τώρα, ανούσιες τελείες.
Ας τα μετρήσουμε λοιπόν και ας τα γράψουμε σε μια καθαρή λευκή σελίδα. Και δίπλα ακριβώς, ας γράψουμε τα ποσοστά των κομμάτων στις προσεχείς εκλογές. Και τα ονόματα των λαϊκών αντιπροσώπων.
Και τότε θα ξέρουμε στ’αλήθεια πόσο μετράμε κι’εμείς. Και τα λόγια μας.  

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

σώσε με


Και η μέρα έφυγε σαν σφαίρα με ένα ταξίδι αστραπή μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πάλι πίσω. Σκότωμα, αλλά άξιζε τον κόπο. Έφτασα νωρίς χωρίς καν να προλάβω να συνειδητοποιήσω την αλλαγή του τόπου, πόσο έχουν μικρύνει πια οι αποστάσεις, τη μια στιγμή είσαι εδώ, λίγο να γείρεις το κεφάλι, ένα λεπτό να κλείσεις τα μάτια και είσαι αλλού, φτάνει το σώμα πριν το μυαλό, περίεργο πράγμα πώς να το συνηθίσεις.
Στο ταξί για το ΑΠΘ, ο ταξιτζής αμίλητος. Μ’αρέσει αυτό, μ’αρέσει η απουσία του λόγου στα ταξί, θέλω να μπορώ να συγκεντρώνω τις σκέψεις μου ή άλλοτε πάλι να χαζεύω το τίποτα ή το κάτι, εξαρτάται τι υπάρχει πίσω απ΄το παράθυρό μου. Απ΄τον καθρέφτη κρέμονται δυο ξύλινοι σταυροί, είναι λίγο μεγάλοι και ταλαντεύονται σε κάθε κίνηση με δύναμη, χτυπάνε μεταξύ τους και μετά χωρίζουν πάλι, ξανά και ξανά, ένας χορός μονότονος και καθησυχαστικός. Είμαι ψιλοάυπνη, έχω πιει μισό καφέ και νιώθω το κεφάλι μου βαρύ, όταν απ΄το ραδιόφωνο ακούγεται η Ρίτα να τραγουδάει σώσε με και τότε μ’ένα κλικ η διάθεση μου αλλάζει. Δεν ξέρω αν είναι το τραγούδι -που έχω να ακούσω δεν θυμάμαι από πότε- η σιωπή του ταξιτζή συνδυασμένη με το τοκ τοκ απ’τους σταυρούς ή ο αέρας που με χτυπάει στο πρόσωπο, αλλά καθώς γεμίζω ενέργεια και κέφι, κρατιέμαι για να μην αρχίσω να τραγουδάω και εγώ σώσε με, δως’ μου να πιω το δηλητήριο, θα’ναι η ζωή μου ένα μαρτύριο, τώρα που πια δεν μ’αγαπάς. Τραγουδάω από μέσα μου και σκέφτομαι πως αυτό είναι, την πάτησα, θα μου κολλήσει τώρα όλη τη μέρα, θα πάω στη συνάντηση και την ώρα που θα συζητάμε για papers, σύμπλοκα και HPLC, το μυαλό μου θα παίζει Ρίτα, θα σκέφτεται προδομένους έρωτες και δηλητήρια, ντέρτια και καημούς. Και ξαφνικά μου αρέσει αυτή η εικόνα, μου αρέσει ο εαυτός μου μέσα σ΄ένα ταξί με ξύλινα σταυρουδάκια να κρέμονται, που είναι πρωί και είμαι  Θεσσαλονίκη, μου αρέσει που ακούω Ρίτα, που έχω ανοίξει το παράθυρό μου και τα μαλλιά μου ανακατεύονται, που κάνει κρύο και φόρεσα παλτό.
Έξω από τη σχολή θετικών επιστημών υπάρχει πανό με το σύνθημα
“Δούλοι του 21ου αιώνα, εμείς δεν θα γίνουμε”.

Προχωράω σε μια άλλη σχολή και στο ασανσέρ κολλημένη διαφήμιση για την προβολή της ταινίας “Ιησούς”, ένα “αριστούργημα μεταφρασμένο σε 900 γλώσσες” απ’ότι λέει. Σώσε με, δως’ μου να πιω το δηλητήριο. Ευτυχώς η συνάντηση πάει καλά, καμιά Ρίτα και κανένας Καρβέλας δεν καταφέρνει να χαλάσει το μπλα μπλα μας και φεύγω ανάλαφρη και περιέργως ξεκούραστη. Έχω μπροστά μου λίγο χρόνο οπότε μπορώ να περπατήσω τους δρόμους της πόλης. Βολτάρω στην πόλη και το απολαμβάνω. Μ’αρέσει η Θεσσαλονίκη, είναι όμορφη και φιλική, τη συμπαθώ χωρίς όμως να νιώθω γι’αυτή τον έρωτά μου για την Αθήνα. Δεν ήταν ποτέ η πόλη μου, την ξέρω μόνο από κάτι Σαββατοκύριακα, φιλοξενούμενη φίλων που σπούδαζαν “πάνω”. Την περπατάω όμως με άνεση, κάθομαι και πίνω καφέ, τρώω γλυκά και ψωνίζω παιχνίδια για τα παιδιά και όταν ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής επιστρέφει στο μυαλό μου και η μουσική, δωράκι σαλονικιώτικο για το δρόμο.  
Φτάνω σπίτι κουρασμένη παρέα με τη Ρίτα, δίνω αγκαλιές και δώρα, περιγράφω τη μέρα, κι’άλλο μπλα μπλα, η Ρίτα εκεί, σταθερή, μόνο που τώρα μπορώ και γω μαζί της να τραγουδώ, η μικρή γελάει, ο μπέμπης κοιτάει, η Ρίτα εκεί, σώσε με, η Ρίτα επιμένει, σώστε με, παρέα μαζί της στο τέλος απόψε θα κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να σωθώ.
Εντάξει, ξέρω, όπως και να το κάνουμε είναι κομματάρα.