Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

κλείνοντας τα μάτια


Τώρα που η Άνοιξη είναι επιτέλους δίπλα μας, με τον ήλιο να μας ξεσηκώνει και τα βράδια να γλιστράνε όμορφα στο δέρμα, είναι πολύ πιο εύκολο να προσποιηθούμε ότι όλα είναι καλά. Κλείνουμε τα μάτια και μπορούμε σχεδόν να ξεχάσουμε όσους εξακολουθούν να υποφέρουν και αγωνίζονται να επιβιώσουν. Για λίγες στιγμές, ο κόσμος είναι ξανά αυτό το υπέροχο μέρος που μας κάνει να πιστεύουμε στο τίποτα, ελπίζοντας τα πάντα. Οι μικρές αυτές στιγμές, -παγίδα και ευλογία- είναι που μας προκαλούν, ακόμα και τώρα, το ξάφνιασμα, ένα ανεπαίσθητο τίναγμα κάθε φορά που συναντάμε κάποιον να κοιμάται στο δρόμο ή μας πλησιάζει ζητώντας λίγο φαγητό. Οι μικρές αυτές στιγμές, -παγίδα και ευλογία- είναι που, ακόμα και τώρα, μας κάνουν να ονειρευόμαστε το καλοκαίρι και στρέφοντας τα κλειστά μας μάτια στον ήλιο, να προσδοκούμε ένα αύριο όλο μαγεία. Ολοκαίνουργιο.







Iceland red, Carol Henry

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

εκεί και εδώ


Eτοιμαζόμαστε για την παράσταση. Ετοιμαζόμαστε για την παράσταση του μπαλέτου, -που λέει ο λόγος, τετράχρονες πιτσιρίκες που γυρνάνε γύρω γύρω, όλο χαμόγελα και νάζι- και η αγωνία μας έχει κορυφωθεί. Ετοιμαζόμαστε για την παράσταση και μιλάμε για στολές, πουέντ και χορογραφίες, την ίδια στιγμή που ο κόσμος δίπλα μας καταρρέει. Φτιάχνουμε κοτσιδάκια και διαβάζουμε χαρούμενες ιστορίες, την ώρα που κάθε έννοια ανθρωπιάς εξαφανίζεται. Ζούμε σ’ένα σύμπαν παράλληλο και ξαφνιαζόμαστε με ό,τι μας βγάζει από τη γλυκιά μας ζάλη. Ζούμε ενώ άλλοι δεν ζουν, αγαπάμε την ώρα που άλλοι μισούν και κάνουμε ευχές για υγεία και αιώνια ευτυχία.  

Σχεδιάζουμε τις διακοπές του Πάσχα. Πού, πότε και πώς θα περάσουμε λίγες μέρες γεμάτοι ο ένας από την παρουσία του άλλου. Μετράμε μέρες άδειας και ώρες ύπνου, βόλτες με τα παιδιά, στιγμές χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς . Ονειρευόμαστε γιατί μπορούμε και κάνουμε λίστες με πράγματα που φανταζόμαστε πως θα χρειαστούμε. Ζούμε ενώ άλλοι δεν ζουν, αγαπάμε την ώρα που άλλοι μισούν και κάνουμε ευχές για υγεία και αιώνια ευτυχία.

Τα δεύτερα γενέθλια του μικρού είχαν τρομερή επιτυχία. Κοιτάμε τα δώρα και τις φωτογραφίες και αφήνουμε μικρές φωνές χαράς με κάθε πακέτο που ανοίγει, με κάθε καινούργιο παιχνίδι. Τραγουδάμε και γελάμε δυνατά, δίνουμε μικρά σαλιωμένα φιλιά και κοιμόμαστε αγκαλίτσα να δούμε όνειρα γλυκά. Ζούμε ενώ άλλοι δεν ζουν, αγαπάμε την ώρα που άλλοι μισούν και κάνουμε ευχές για υγεία και αιώνια ευτυχία.   

Και δεν ξέρω αν είναι παρήγορο ή στ’αλήθεια τραγικό που η ζωή πέρα απ’όλα, πάνω απ’όλα, συνεχίζει να συνεχίζεται, που εσύ είσαι εκεί και εγώ είμαι εδώ. 






Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

τρελές πατέντες


Ο Παναθηναϊκός συνεχίζει στην παράταση και εντάξει, ξέρω, δεν παίζει να γράψεις ποστ με τόση φασαρία δίπλα στα αυτιά σου, αλλά δεν την μπορώ την αγωνία, ούτε καν αυτή των άλλων και ο Σ. κάνει σαν αγρίμι στο κλουβί, περπατώντας πάνω κάτω, οπότε ή θα μου σπάσει τα νεύρα ή που θα γράψω κάτι να ξεχαστώ.

Είδαμε το πρώτο επεισόδιο του Game of thrones της τρίτης σεζόν και χάρηκα που ξεκίνησε κάτι που πραγματικά μου αρέσει. Αυτό και η Άνοιξη. Ξεκίνησαν και μου έφτιαξαν τη διάθεση. Μου είχε λείψει ο αγαπημένος μου Τύριον (Peter Dinklage), αλλά τώρα που το σκέφτομαι ίσως περισσότερο να μου έλειψε η αναμονή ενός επόμενου επεισοδίου. Η αναμονή για κάτι καλό. Αυτό.

Έχουμε γεμίσει αφρικανική σκόνη και τα μπαλκόνια θέλουν συνέχεια καθάρισμα. Τα κοιτάω κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι και περιμένω να γίνει ένα μικρό, καθημερινό θαύμα και να καθαριστούν από μόνα τους. Αυτό και το θαύμα της ανάκαμψης της Ελληνικής οικονομίας. Άγιες μέρες έρχονται, ποτέ δεν ξέρεις. Νίκη απ΄το τριφύλλι σίγουρα δεν περιμένω, χάσαμε εδώ και ώρα, αλλά εντάξει, τριφύλλι είναι αυτό.

Στα προνήπια μας ζήτησαν λαμπάδες για να στολίσουν τα πιτσιρίκια και η μικρή διάλεξε μια σκέτη ροζ, για της κρεμάσει πετρούλες σε λεπτές κορδέλες, πεταλούδες, πούλιες, μαρουδίτσες και φαντάζομαι και τον ουρανό με τ’άστρα θα’θελε να κρεμάσει επάνω, είναι μικρή και μπορεί να θέλει τα πάντα, μπορεί να ζητά και να περιμένει τα πάντα και να είναι τα πάντα αυτονόητα. Απλά. Σαν λεκές από κρασί πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. Κάθε φορά.  

Κάθε μέρα σηκώνομαι όλο και πιο ευχάριστα, η μέρα που ξεκινάει πριν από μένα με γεμίζει ενέργεια και μια μικρή ελπίδα για κάτι όμορφο που θα ξεφυτρώσει ξαφνικά στην επόμενη γωνία. Χαλιέμαι από χίλια δυο πράγματα που βλέπω, ακούω και διαβάζω, αλλά αυτός ο μισός ήλιος με ξεμυαλίζει και περισσότερο απ΄τον ήλιο είναι το ξεμυάλισμα που με φτιάχνει, ανασαίνω με ανακούφιση που μπορώ ακόμα να ξεμυαλιστώ, ανασαίνω με ανακούφιση που μπορώ ακόμα και ανασαίνω, που μπορώ ακόμα και ζω.   

Κι’αν νιώθουμε όλο και συχνότερα ξένοι σ’ένα τόπο που αλλάζει, έρχονται ακόμα εκείνες οι στιγμές που λέω δε γαμιέται, κάπως θα την παλέψουμε, κάπως θα βρούμε λύση, θα μάθουμε να ζούμε και να απαιτούμε τ’αυτονόητα, θα μάθουμε να ζούμε και να θέλουμε τα πάντα κι’ας επιμένεις να μου λες βαριές κουβέντες, κι’ας έφτασες μόλις δυο βήματα πριν να περάσεις τα σαράντα.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

και η ζωή μικρό νησί


Θα’θελα που λες να μπορούσα να έγραφα τραγούδια. Να έβαζα τις λέξεις στη σειρά και να έλεγα δυο κουβέντες ανθρώπινες, για τα γνωστά, τα καθημερινά, μη νομίζεις, τίποτα στ’αλήθεια σπουδαίο, λέξεις στη σειρά και νότες να μιλούν για τη μέρα και τη νύχτα και τη γραμμή που τις ενώνει, για λίγες στιγμές που μπορεί ν’αξίζουν τον κόπο να τις κρατήσεις, έτσι για να’χεις να θυμάσαι στα γεράματα πως υπήρξες άνθρωπος και συ και έζησες και δέκα ανατολές με μάτια τσακισμένα απ’το ποτό και σώμα να τρέμει απ’την αυπνία.

Μερικές φορές ο χρόνος που περνάει με τρομάζει. Θα’θελα να μπορούσα κάτι τέτοιες ώρες, να έβγαζα κόλλα λευκή και να ξεκινούσα απ’την αρχή με εκείνα τα μολύβια τα faber -που αγαπάει τόσο ο πατέρας μου και τα’χει πάντα έτοιμα, καλοξυμένα στο γραφείο του- να ξεκινούσα απ΄την αρχή να γράφω, έτσι αόριστα, να γράφω για όσα πνίγονται μέσα στο λαιμό μου και για το χρόνο που περνά σαν οδοστρωτήρας πάνω από τη σκέψη μας. Περνάει και την τσακίζει και θέλεις δύναμη στ’αλήθεια κάποιες στιγμές για να μπορείς να συνεχίσεις να σκέφτεσαι, να μην παραδοθείς στο πήγαινε και στο έλα, να μη γίνεις ένα μεταλλικό ρομπότ με μάτια από νέον και μαλλιά γεμάτα ηλεκτροφόρα καλώδια. Σκέφτομαι πως μπορεί μια μέρα να καταλήξουμε να μιλάμε συλλαβιστά, μηχανικά, λέγοντας δυο-τρεις λέξεις το πολύ, κα-λη-μέ-ρα, κα-λη-σπέ-ρα, κα-λη-νύ-χτα, αλλά μετά θυμάμαι τη Σ. μια παλιά μου συμμαθήτρια και λέω μπα, αποκλείεται, ό,τι και να γίνει αυτή δεν θα σταματήσει να μιλάει, μπορεί και τον ίδιο το χρόνο να εξοντώσει, να δεις πως απ’τη Σ. θα το βρει, και στο τέλος θα’ μαστε εμείς που θα νικήσουμε ή εντάξει, μπορεί η Σ. να μας εξοντώσει όλους και να στραβώσει το πράγμα εκεί.

Στη δουλειά σχεδόν όλοι έχουν ξεκινήσει κάποια δίαιτα την οποία έχουν χαλάσει τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φορές μέχρι τώρα. Έρχεται το καλοκαίρι και από τη μία γκρινιάζουν ότι δεν θα έχουν λεφτά για διακοπές, από την άλλη ανησυχούν πώς θα δείχνει το σώμα τους με το καινούριο μαγιό. Κατανοητό. Έτερον εκάτερον. Μια συνάδελφος ετοιμάζεται για το δεύτερο διαζύγιό της, οπότε αυτή δεν κάνει δίαιτα, έχει πάθει κατάθλιψη και τρώει όλο μαλακίες, ενώ μια άλλη, πιτσιρίκα, ζει τον έρωτα της ζωής της. Ούτε και αυτή κάνει δίαιτα, δεν της χρειάζεται, είναι κόμπος το στομάχι απ’την αναμονή, τίποτα δεν κατεβαίνει. Έρχεται κάθε πρωί με κόκκινα μάγουλα και αχτένιστα μαλλιά, γεμίζει ένα ποτήρι χυμό και κάθεται χαμογελαστή στο γραφείο της κοιτάζοντας αφηρημένα. Είναι η μόνη που δεν φοβάται το χρόνο που τρέχει. Ο χρόνος γι’αυτή έχει σταματήσει, είναι ακίνητος, σε στάση προσοχής. Για χάρη της.

Τις μέρες -όπως σήμερα- που δεν έχω την επιθυμία να γράψω τραγούδια, κάνω στον εαυτό μου και εγώ μια χάρη και απλά τ’ακούω. Βάζω στην άκρη κόλλες και ξυσμένα μολύβια και διαλέγω κομμάτια ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Αφήνω τους άλλους να μιλήσουν για μένα -το κάνουν άλλωστε πολύ καλύτερα- και μένω να κάνω αυτό που μπορώ, να τραγουδάω. Ανοίγω την ένταση της μουσικής, βάζω ένα ποτήρι κρασί, κάθομαι λίγο να αράξω, όλα στη γη σε μια στιγμή, όλα στη γη σε μια στιγμή για να τ’αλλάξω.