Φάνηκε στη στάση να περιμένει το λεωφορείο, εντυπωσιακή μέσα στο λευκό της φόρεμα, φάνηκε στη στάση να περιμένει και ήταν το γεγονός αυτό από μόνο του το πιο εντυπωσιακό απ’όλα. Κοιτάζοντάς τη δε φανταζόταν κανείς πως μπορούσε αυτή να περιμένει κάτι, οτιδήποτε –πόσο μάλλον κάτι τόσο πεζό όπως ένα λεωφορείο, ένα λεωφορείο της γραμμής, ένα λεωφορείο μιας διαδρομής θα έλεγε κανείς μονότονης, ασήμαντης, καθημερινής.
Φόρεμα, παπούτσι, γυαλί, όλα να τρίζουν, να μιλάνε άλλη γλώσσα, να στέκονται αμήχανα δίπλα στη σκόνη της πόλης, να έχουν μια κίνηση δική τους, αυτόνομη, σαν να θέλουν να δραπετεύσουν απ’το κάδρο, απ’την εικόνα αυτή που δεν είναι, δεν ήταν ικανή να τα χωρέσει. Ένιωθε τη ζέστη στο σώμα της, ένιωθε την κάψα του καλοκαιριού να παραλύει το μυαλό της, αποχαυνωμένες οι αισθήσεις, αδέσποτες οι σκέψεις, ελεύθερες.
Πέρασε ένα χειμώνα να λυπάται, να αγανακτεί, να θυμώνει και να βρίζει χαμηλόφωνα, να αγωνιά για τους αδέσποτους αυτής της πόλης, -σαν τις σκέψεις της και αυτοί, τριγυρίζουν στα χαμένα, αδέσποτοι, ελεύθεροι. Ελεύθεροι, χαμένοι. Πέρασε ένα χειμώνα με τη σκέψη να βασανίζεται, με τη σκέψη των άλλων, με τον πόνο των άλλων, μα ήρθε επιτέλους το καλοκαίρι και ο πόνος των άλλων είναι αλήθεια κρατάει λίγο -περνάει εύκολα ο πόνος που δεν ανήκει σε μας- ξεθώριασε, σαν τα συνθήματα στους τοίχους που ξέβαψαν κάτω απ’το φως της επόμενης μέρας. Ξεθώριασε.
Είναι και το καλοκαίρι που την πυρώνει μέχρι μέσα και γεννά νέους τριγμούς στο σώμα, είναι άλλα τα λόγια που θέλει χαμηλόφωνα να πει, ήρθε το καλοκαίρι και εντάξει, πρέπει κι’αυτή να ζήσει, πρέπει να κοιτάξει τη ζωή της, να οργανώσει τις διακοπές της, τα νησιά την περιμένουν, η ξεκούραση την περιμένει και οι παραλίες με τη χρυσή την άμμο στα πόδια της, πρέπει να αφήσει για λίγο τις αγωνίες και τις κραυγές του χειμώνα, τις διαδρομές των αστικών λεωφορείων και τα θυμωμένα βλέμματα.
Με το λευκό φουστάνι της θα προχωρά, παπούτσι, γυαλί στην τρίχα, θα ντύνεται τον πιο καλοκαιρινό της εαυτό, αρκετά με τις αγωνίες και τον πόνο των άλλων, θα φορέσει το πιο ανέμελό της πρόσωπο κι’ας περιμένει με τις ώρες στη στάση, κι’ας την πνίγει η σκόνη του δρόμου, το καλοκαίρι είναι εδώ, λύσεις και απαντήσεις θα’ρθουν το χειμώνα, το καλοκαίρι έφτασε, ο πόνος φεύγει. Πάει.
Στο κάτω κάτω, πρέπει και αυτή να ζήσει.
3 σχόλια:
Μ'αρέσουν τα αέρινα λευκά φουστάνια το καλοκαίρι, ιδίως εκείνα που δραπευτεύουν σε παραλίες κι αφήνουν το μελτεμάκι να τρυπώνει κατάστηθα διώχνοντας άγχη, φοβίες, αγωνίες.
Από Σεπτέμβρη πάλι... σωστά! Και μακάρι εκείνη η εντυπωσιακή με το λευκό της φόρεμα να το καταφέρει!
Να σου πω την αλήθεια κορίτσι εγώ όταν έγραφα είχα ειρωνική διάθεση αφού δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να ξεχάσαμε τόσο γρήγορα σε τι κατάσταση βρίσκεται η χώρα και χιλιάδες συμπολίτες μας μόνο και μόνο επειδή ξεκινήσαμε μπανάκια! Ξαφνικά όλοι (ή ίσως όλοι με τους οποίους έρχομαι σε επαφή εγώ (?)) είναι αλλού.
Ίσως να'μαι άδικη και αυστηρή δεν ξέρω, ο κόσμος ίσως να έχει ανάγκη από ένα διάλειμμα, κουράστηκε τόσο καιρό στην πίεση. Και ναι, ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μελτεμάκι που τρυπώνει μέσα από ένα λευκό φόρεμα? Απ'την άλλη όμως, κάποια πράγματα δεν περιμένουν. ε?
καλό σου βράδυ κορίτσι. :))
Πράγματι δεν αντιλήφθηκα την ειρωνική σου διάθεση. Και από το λίγο που σε ξέρω, μου έχεις αφήσει την αίσθηση του ανθρώπου με ευαισθησίες.
Τα ρηχά νερά θα είναι πάντοτε έτσι και τα βαθιά κι αυτά το ίδιο. Ακριβώς έτσι και οι άνθρωποι. Ας εξαιρέσουμε σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών συνθηκών όπως της ξηρασίας ή της πλημμύρας. (μεταφορικά σου γράφω).
Αυτοί που θυμούνται την κατάσταση δεν θα μπορούσαν κι αλλιώς, αυτοί που ξέχασαν όπως και να είχε θα ξεχνούσαν. Καταλαβαίνω, όμως, την θέση σου που διατυπώνεις.
Λίγο μπλε είτε της θάλασσας είτε του ουρανού πάντοτε γαληνεύει το νου. Προτιμώ αυτά παρά την κατάσταση υστερίας-τρόμου-πανικού.
Να βρίσκεσαι καλά επιθυμώ και χαίρομαι που δεν επικροτείς την ρηχότητα. Αλλά κράτα κάπου-κάπου μια επιφύλαξη, τα φαινομενικά ρηχά νερά καμιά φορά βαθαίνουν απότομα.
Σε φιλώ, καλό σου βράδυ!
Δημοσίευση σχολίου