Και θυμήθηκα λοιπόν κάτι αιώνες πριν, την εποχή που ήμουν πιτσιρίκα και αγαπούσα πολύ τις ιστορίες των μεγάλων και τα παραμύθια των μικρών. Και ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω μαγισσούλα σαν αυτή του bewitched ένα πράγμα, την Σαμάνθα, που κουνούσε τιγκλ τιγκλ τιγκλ τη μυτούλα και εμφάνιζε παιχνίδια και πολύχρωμα καπέλα και εξαφάνιζε ενοχλητικούς περαστικούς και καμένα φαγητά. Και πετούσε στο χώρο και το χρόνο και μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο στη στιγμή, με την ίδια ευκολία που άλλαζε κορδέλα στα μαλλιά της. Και μπορούσε να σου φτιάξει τη διάθεση κρεμώντας αερόστατα στο μπαλκόνι σου και προσκαλώντας πιγκουίνους να χορέψουν στη γιορτή σου. Και ήταν όλα εύκολα και απλά, καμωμένα από ζάχαρη και μέλι και είχε ο κόσμος γεύση από τις καραμέλες βουτύρου που κουβαλούσε στις τσέπες του ο παππούς, εκείνες τις ΙΟΝ τις πλακέ, στο άσπρο πακέτο με το μπλε λουλουδάκι στο πλάι. Θυμάσαι;
Και ήρθαν άλλα χρόνια μετά, τότε που ξαπλώναμε στο κρεβάτι και μαγειρεύαμε ταξίδια και σγουρομάλλικα παιδιά και κάθε ευχή μας γίνονταν πραγματικότητα και με έλεγες μάγισσα και γελούσες και το πίστευες κιόλας λιγάκι, γιατί φαινόταν ο κόσμος εύκολος και απλός με μια δόση άχνη ζάχαρη στην κορφή του, σαν κουραμπιές χριστουγεννιάτικος απ’αυτούς που έφτιαχνε η μαμά σου και δεν έτρωγες ποτέ, αλλά σου άρεσε να τους βλέπεις να στολίζουν τις γυάλινες πιατέλες στο μεγάλο τραπέζι. Και γελούσαμε και σου έλεγα θα αλλάξω τον κόσμο κι’άς μην κάνει τίγκλ η μύτη μου κι’ ας μην λένε Εντόρα τη μαμά μου. Σου έλεγα θα αλλάξω τον κόσμο και μου έπαιρνες γαρδένιες στα Εξάρχεια, εκείνες τις τυλιγμένες στο αλουμινόχαρτο που πουλούσαν πλανόδιοι στην πλατεία και τις έβαζα κάτω απ΄το μαξιλάρι μου να βλέπω όμορφα όνειρα τα βράδια. Κι έβλεπα.
Και χάλασε τη γεύση του ο κόσμος, χάλασε και η μυρωδιά και θλίβομαι και οργίζομαι και θλίβομαι ξανά, μα σαν πέφτω μου λες δε φοβάμαι, θα αλλάξεις τον κόσμο, και μου κλείνεις το μάτι πονηρά , μου λες θα αλλάξεις τον κόσμο και με πιάνεις απ΄τη μύτη και δυο τιγκλ τιγκλ σαν να μου έρχονται στ’αυτιά, δυο τιγκλ τιγκλ και οι φωνές από μικρούς ανεμοστρόβιλους με σγουρά μαλλιά. Και μιλάμε για αξιοπρέπεια και κατάντια και μιλάμε για πείσμα και πίστη, για ανθρωπιά και απανθρωπιά και απογοητευόμαστε μα συνεχίζουμε ξανά και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει στο λέω μεγαλύτερη ευτυχία από το άκουσμα μια παιδικής φωνής καθώς λέει, άμπρα κατάμπρα, όταν θα μεγαλώσω, θα γίνω μάγισσα μαμά.
6 σχόλια:
Ωραίο!
Και όχι λίγοι τα καταφέρνουν τελικά με τη μαγεία. Κάποιοι, ας πούμε, από φτωχούς ανθρώπους γεννάνε ευημερούντα νούμερα. Κάποιοι άλλοι εξαφανίζουν κάθε λογικό επιχείρημα από το τραπέζι. Κάποιοι στρεβλώνουν τη ζωή δίχως κανείς να παίρνει χαμπάρι.
Και, βέβαια, κάποιοι μαγεύουν με το πέρασμά τους και μας κρατάνε παντοτινά υπνωτισμένους.
Και, τέλος, νομίζω όλοι μας μπορέσαμε κάποτε να κρύψουμε έναν ελέφαντα πίσω από ένα λουλούδι.
Ναι... είναι τόσο άσχημος αυτός ο κόσμος που θα'θελα να γίνω μάγισσα... για τα παιδιά μας ρε γμτ!
Καλημέρα και καλό Σ/κο!!
Κι εμείς που σγουρομάλλικα παιδιά δεν έχουμε, πειράζει να ξεκλέβουμε λίγη από την αίσθηση αυτή από σένα; Και να θέλουμε ένας μικρός ανεμοστρόβιλος να γίνει όταν μεγαλώσει μάγισσα;
@sun εγώ μιλάω για μαγεία, μη με μπερδεύεις με απλούς ταχυδακτυλουργούς ;)
@λιακάδα, δεν θα ήταν τέλειο? καλημέρα!
@λενα, μα ασφαλώς! με μεγάλη μου χαρά.
και εγώ το ελπίζω ;)
έτσι,έτσι ακριβως
απο μια άλλη μάγισσα μαμά εδώ :))
όμορφο φαντάζει το μέλλον με τόσες μικρές μαγισσούλες να λένε τα ξόρκια τους ;)
Δημοσίευση σχολίου