Δευτέρα βράδυ.
Διαβάζω το σημείωμα από τα προνήπια να τους πάμε, λέει, ένα άδειο βάζο από μέλι
ή μαρμελάδα και ένα πλαστικό παιχνίδι να χωράει μέσα. Βρίσκω το βάζο εύκολα, μέλι και μαρμελάδες
κυκλοφορούν πολύ σπίτι μας και ψάχνω τι παιχνιδάκι να βάλω. Είναι αργά, τα
μικρά έχουν κοιμηθεί και σκαλίζω τα παιχνίδια τους προσπαθώντας να κάνω ησυχία.
Κάποια στιγμή βουτάω κυριολεκτικά το χέρι μου σε μια μεγάλη κούτα με παιχνίδια,
ό,τι πιάσω σκέφτομαι, αρκεί να χωράει. Βγάζω ένα μικρό μωβ ιπποποταμάκι.
Παχουλό και όμορφο με ένα χαζό χαμόγελο χαραγμένο στη μουσούδα. Τσεκάρω αν
χωράει στο βαζάκι και ναι, μπίνγκο, κληρώθηκε στον μικρό μια θέση στο βάζο.
Όση ώρα κάνω δουλειές
ρίχνω κλεφτές ματιές στο ζωάκι που με κοιτά πίσω απ’το γυαλί, στο χαζό
χαμόγελο, στο μωβ μουτράκι. Ένας φυλακισμένος ιπποπόταμος, ένα καπάκι, - ίσως και μια αχνή μυρωδιά από μέλι για παρέα;
- αναρωτιέμαι. Η ζωή είναι άδικη. Βρίσκεσαι αμέριμνος σε μια κούτα με παιχνίδια
και ξαφνικά ένα χέρι σε τραβά, ένας κλήρος σου πέφτει και μένεις μόνος σε μια
γυάλινη φυλακή να απορείς. Γιατί εγώ; Γιατί όχι η κίτρινη φώκια ή εκείνο το
γαλάζιο αυτοκινητάκι στη γωνία; Είσαι ένας μωβ ιπποπόταμος και δεν
καταλαβαίνεις. Είσαι ένα παιδί στη Γάζα και δέχεσαι πυρά. Είσαι ένα παιδί σ’ένα πόλεμο που δεν καταλαβαίνεις. Είσαι σε
ένα σχολικό λεωφορείο και πας εκδρομή .
Και μετά τίποτα. Ένα χέρι σε τραβάει, ένας κλήρος σου πέφτει και δεν
καταλαβαίνεις. Είσαι στην Ινδία και μεγαλώνεις. Είσαι εφτά χρονών και απλά δεν καταλαβαίνεις.
Βολεύω το σπίτι,
τα πιάτα στο πλυντήριο, τα ρούχα στεγνωτήριο, κινήσεις απλές, καθημερινές. Ο ιπποπόταμος
εκεί. Περιμένει. Κάνω ένα μπάνιο και χτενίζω τα μαλλιά μου. Ο ιπποπόταμος εκεί.
Δεν καταλαβαίνει. Κοιτάω τα μικρά που κοιμούνται και φτιάχνω τα σκεπάσματά τους.
Κοιμούνται ήσυχα, αθόρυβα σαν μικρά πλαστικά κουκλάκια. Είσαι παιδί και
κοιμάσαι ανάμεσα σε σεντόνια με άρωμα προδέρμ. Φοράς πυτζάμες με αρκουδάκια και
έχεις αγκαλιά ένα ροζ κουνέλι. Έχεις σπίτι, ζέστη και φαγητό, κανένα χέρι δεν
σε τράβηξε έξω από την κούτα. Είσαι παιδί και δεν γνωρίζεις όσα δεν
καταλαβαίνεις.
Μπαίνω στην κουζίνα
και πιάνω το βάζο από μέλι. Στέκομαι σαν χαζή στη μέση του δωματίου, στα χέρια
ένα γυάλινο βάζο μ’ένα μωβ ζωάκι . Το κρατάω σφιχτά, τι μπελάς με βρήκε απόψε,
σκέφτομαι και ξαφνικά νιώθω σαν παιδάκι. Ο ιπποπόταμος κοιτάει, δεν έχει στιγμή
σταματήσει να μου χαμογελάει. Η ζωή είναι άδικη. Μα ευτυχώς για σένα, η δική σου είναι στα δικά μου χέρια, ψιθυρίζω και κοιτάζοντας δυο πλαστικά ματάκια, ανοίγω
το καπάκι.
φωτοραφία Bresson
8 σχόλια:
Δεν παλεύονται αυτά τα post. Δεν παλεύονται αυτές οι ειδήσεις. Δεν παλεύεται αυτός ο κόσμος. (πρωινή αδυναμία ή αιώνια παραίτηση;)
η τρυφεράδα που πονά
(αυτό είναι η γραφή σου)
Αυτές οι ψυχούλες που σε τίποτα δε φταίνε, γιατί να τα πληρώνουν όλα αυτά τόσο σκληρά;
@sun, παραίτηση, εσύ; δεν νομίζω. προσωρινή η αδυναμία σου αγαπητέ :)
@meril, τι όμορφο σχόλιο, σε ευχαριστώ κορίτσι. :)
@λένα μου, δυστυχώς δεν ορίζω τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα. και κανένας μας φαντάζομαι....
καλό σου βράδυ :)
Απλά μοναδικό!!!
@sophiana, σ'έυχαριστώ :)
τελειοο
a passer by
ευχαριστώ :)
Δημοσίευση σχολίου