Περνάνε οι μέρες,
έρχονται και φεύγουν σαν σκηνές από ταινία που δεν ήθελες να δεις, όμως κάθισες
στον καναπέ και κόλλησες και πέρασε η ώρα, περνάνε οι μέρες και σε τυλίγουν σε
μια κούραση γλυκιά και μια ζάλη καλοκαιρινή και κοιτάς και απορείς, μα πιο πολύ
απορείς που απορείς, πώς γίνεται να συνεχίζεις να πέφτεις απ’τα σύννεφα, πώς
γίνεται να μην έχει τέλος αυτή η πτώση, πώς συνεχίζεις να κοιτάς -πέφτοντας-
και δεν ουρλιάζεις, δεν ουρλιάζεις μ’όλη τη δύναμη των χρόνων σου και της λύσσας
που σε τρώει.
Περνάνε οι μέρες,
ανάλαφρες, σαν λευκά σεντόνια σε κίτρινα παράθυρα και ήρθες πια και κατάλαβες
πως σαν με τον τοίχο μιλάς, δεν έχει πρόβλημα ο τοίχος, εκείνος που εξακολουθεί
να του μιλάει έχει το πρόβλημα, το πρόβλημα το΄χεις εσύ που απορείς, το
πρόβλημα το΄χεις εσύ που μιλάς σε τοίχους, το πρόβλημα είναι κάθε τι που δεν
θυμίζει καλοκαίρι, παγωμένες μαργαρίτες και αντηλιακό με άρωμα καρύδα.
Περνάνε οι μέρες,
έρχονται και φεύγουν και ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι, ψάχνεις να σε βρεις ανάμεσα
στην άμμο και στα λευκά βότσαλα που μάζεψες κάποιο απόγευμα στην παραλία, τα
μάζεψες και ξεμείνανε στην ψάθινη την τσάντα, ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι και
πώς θα ταιριάξουν όλα αυτά μέσα σου, πώς θα ταιριάξει η οργή με τη θαλασσινή
την αύρα, πώς θα δέσει η λύσσα με το δέρμα σου που άρχισε να παίρνει χρώμα και
τις απέραντες νύχτες του Ιουλίου.
Περνάνε οι μέρες, έρχονται
και φεύγουν σαν σκηνές από ταινία, οι μέρες σε απελπίζουν και σε μεθάνε τα
βράδια, κάθε βράδυ λες δεν μπορεί, θα ξημερώσει, κάθε πρωί στα ίδια τα
σεντόνια σηκώνεσαι, και δεν είναι που μεθάς, δεν είναι που απελπίζεσαι, είναι
που αργά μεταμορφώνεσαι, είναι που τρέμεις στην ιδέα να έρθει μια μέρα που θα
ταιριάζεις πάντα και παντού, σαν το γαλάζιο του ουρανού.
φωτογραφία In the box, Ruth Bernhard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου