Κάνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην είχαμε πριν λίγες μέρες εκλογές, σαν να μην είδα το πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας να με κοιτά κατάφατσα χωρίς ντροπές, απογυμνωμένο πια από ψευτοδιλήμματα, ενοχές και κούφιες δικαιολογίες, κάνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα και συνεχίζω.
Έρχομαι στη δουλειά, φροντίζω τα παιδιά και μαζεύω το σπίτι, πηγαίνουμε για κανένα ποτό νωρίς, για κανένα μπάνιο όποτε βολεύει και κανονίζω να φύγουμε Σαββατοκύριακο, να φύγουμε, να ξεχαστούμε, γιατί να ξεχάσει κανείς δεν μπορεί, δεν γίνεται να ξεχάσεις, μόνο να ξεχαστείς δοκίμασε, είναι το μέγεθος της ανθρώπινης υποκρισίας τέτοιο που πέφτεις πάνω του καθημερινά, ως πότε θα σπάμε τα μούτρα μας αναρωτιέμαι, ως πότε. Αναρωτιέμαι.
Θα πάρω τα βουνά, θα πάρω τις θάλασσες παρέα, θα κάνω φίλους μου τα βότσαλα και σπίτι τα καστράκια που θα χτίσουν τα παιδιά πάνω στην άμμο, θα τρέφομαι με παγωτό βανίλια και φέτες κατακόκκινο καρπούζι, θα γλύφω το αλάτι απ’το σώμα να καίει το στόμα μου και θα ξαπλώνω σε λευκά σεντόνια να ιδρώνω.
Κάνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα και δεν αγανακτώ με κανένα, τέρμα η αγανάκτηση, τέρμα στα οράματα που δεν ανήκουν σε μας, έγιναν για ανθρώπους ελεύθερους με σκέψη και ψυχή, τέρμα στα θυμωμένα λόγια, τα εύκολα. Θα μιλήσουν οι μέρες τώρα που έρχονται, θα μιλήσουν τα πρόσωπα και τα σώματα καθώς ολοένα θα σκύβουν, θα μιλήσουν τα χέρια που θα γυρνάνε αδειανά και τα σπίτια που ερημώνουν.
Και θα πουν ιστορίες ν’ ακουν οι επόμενοι και θα πουν παραμύθια για μια φορά και έναν καιρό που ήσαν κάτι άνθρωποι που διάλεγαν απ΄τη ζωή το θάνατο και απ΄την αγάπη το μίσος και χάθηκαν μέσα σ’αυτό. Μαράθηκαν.
Κάνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τραγουδάω στίχους του καλοκαιριού και περιμένω. Περιμένω να δω πώς θα τελειώσει τούτο το παραμύθι, ποιος θα τη γράψει αυτή την ιστορία και πώς θα τη διηγηθεί.