Ξέρεις, είναι που πολλές φορές κολλάς. Είναι που κολλάς σε κάτι νότες και τις αφήνεις να αιωρούνται πάνω απ’το κεφάλι σου για μέρες, σαν αυτά τα μπαλόνια με ήλιο που χαιρόμαστε να κοιτάμε σαν πετάνε μα τα κρατάμε σφιχτά μη τυχόν και μας φύγουν, μην πετάξουν ψηλότερα απ’όσο φτάνει το χέρι μας. Και τα δένουμε στο χέρι γύρω απ’τον καρπό όπως τότε που ήμασταν παιδιά και ένα τέτοιο μπαλόνι μας ήταν αρκετό. Αυτό και ένα μαλλί της γριάς. Και τώρα κλαις για κάτι που άκουσες στις ειδήσεις και τρίζεις τα δόντια με θυμό και παθιάζεσαι και διαολίζεσαι κι’όλο για χαμένες ιδέες μιλάς.
Και κολλάς σε κόμματα και τελείες, σε παύσεις και ερωτηματικά και μπορείς να γυρνάς μέρες ολόκληρες γύρω από μια τελεία, να την μυρίζεις και να την αφουγκράζεσαι, να εξετάζεις κάθε της όψη, προφίλ, ανφάς, γύρω-γύρω απ’την τελεία ή το κόμμα ή ό,τι επέλεξες να γίνει πάλι ο γολγοθάς σου. Και γυρνάς γύρω γύρω όπως γυρνούν οι γάτες γύρω απ’την ουρά τους και μετά απορείς που ζαλίζεσαι και μεθάς.
Και ξαφνικά πιάνεσαι από κάτι ηλιόλουστες μέρες και αυθόρμητα χαμόγελα στο δρόμο, από ιστορίες που θυμίζουν παραμύθια και πιστεύεις ξανά στο αύριο και στο καλό το τέλος. Και περπατάς στην πόλη και ονειρεύεσαι και η ομορφιά χύνεται μέσα σου σαν καφές ελληνικός που φούσκωσε στο μπρίκι. Καφές, ζάχαρη, νερό, δυο τρία πράγματα μετράνε στον κόσμο όλο, μα όλο τα χάνεις και ψάχνεις να τα ξαναβρείς. Και ξαφνιάζεσαι πάλι απ’την αρχή με πράγματα που ξέρεις και αναρωτιέσαι για τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις τους. Και έτσι κοιμάσαι και έτσι ξυπνάς.
Ξέρεις, είναι που πολλές φορές κολλάς. Και σιγοτραγουδάς για μέρες τον ίδιο σκοπό. Και πνίγεσαι στις ίδιες λέξεις. Για να μάθεις πάλι να τις γράφεις, τις συλλαβίζεις ξανά. Βου και α, βα. Και κάπως έτσι προχωράς. Ξέρεις.
φωτογραφία Willy Ronis