Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

με τρεις λέξεις

Βάζω τα παιδιά για ύπνο και ψιλομαζεύω πεταμένα παιχνίδια και δυο τρία μπλουζάκια, αφημένα πάνω σένα ξύλινο αλογάκι. Θέλω να μπω στο ντους, να ετοιμάσω τα ρούχα –δικά μου και των παιδιών- για αύριο και να διώξω την κούραση που μαζεύτηκε πάνω μου, αλλά δεν μπορώ, πριν απ’όλα, να μην πω αυτό που αισθάνομαι όλη μέρα. Μια αίσθηση απώλειας, σαν να έχασα το παιδικό μου δαχτυλίδι, αυτό που μου δώρισε στα δύο μου χρόνια η νονά μου. Δεν το φοράω, πολύ-πολύ καιρό τώρα, αλλά μου αρέσει να το κρυφοκοιτάζω συχνά- πυκνά, μέσα στο συρτάρι που’ναι φυλαγμένο.


Είναι αυτή η αίσθηση απώλειας, που έχει σταθεί στο λαιμό μου απ’το πρωί. Είναι, που κάθε μέρα, πεθαίνει και κάτι. Είναι, που το αδιανόητο έγινε καθημερινό και το απίστευτο, ρουτίνα. Είναι, που δεν μπορώ να συνηθίσω τις τρεις λέξεις στο κάτω μέρος της οθόνης μου. Πρόγραμμα μη διαθέσιμο. Έτσι απλά.







φωτογραφία Brett Weston.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

παίξουμε, τώρα

Η κόρη μου θέλει να σταματήσω να δουλεύω, “να τους πεις ότι δεν θα ξαναπάς”  και ο γιος μου ξύπνησε τις προάλλες φωνάζοντας “όχι πας δουλειά μαμά”. Έχουν συνωμοτήσει ενάντια στην εργασία μου και στην ανάπτυξη της χώρας. Και να σκεφτείς ότι δουλεύω μόνο πρωί, οκτάωρο και τα απογεύματα τα περνάμε πάντα μαζί. “Ας δουλεύει μόνο ο μπαμπάς και εμείς οι τρεις να παίζουμε στο σπίτι”. Δύστυχε πατέρα, εξορισμένε μακριά απ’τα πλειμομπίλ και τα τουβλάκια.

Να κάθομαι σπίτι ζητάνε και άντε να εξηγήσεις τώρα σε δύο πιτσιρίκια -πέρα απ’το οικονομικό του θέματος- γιατί σου αρέσει να ξυπνάς το πρωί και να τρέχεις σαν τρελή να τα προλάβεις όλα, γιατί παρόλη την κούραση αγαπάς να κάνεις ό,τι κάνεις, ακόμα κι’αν αυτό σημαίνει να είσαι κάποιες ώρες μακριά τους. “Mαμά σπίτι, παίξουμε μαμά” και τα λόγια χρεωκόπησαν.


Τουλάχιστον, ξημέρωσε Σαββατοκύριακο. Παίξουμε, τώρα. Ωραία. 









φωτογραφία H. C. Bresson

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

played

Μπήκε ο Ιούνιος και το καλοκαίρι που έρχεται δεν μου πολυγεμίζει το μάτι. Άλλοι λένε θα πήξουμε στη ζέστη, άλλοι θα πνιγούμε στη βροχή και εγώ αναρωτιέμαι ποια θα είναι η μέρα που θα σηκωθώ από τη θέση μου και θα ανάψω τσιγάρο. Νομίζω θα πω κάτι του στυλ, “λέω να ξαναρχίσω το κάπνισμα” και μ’ένα τσαφ, θα διαγράψω έξι χρόνια αποχής. Εύκολα και απλά.

Μερικές φορές τη στιγμή που σκέφτομαι κάτι, το παρακολουθώ να γίνεται κιόλας, λες και κούνησα κάποιο μαγικό ραβδάκι και η ευχή μου βγήκε αληθινή. Ξαφνιάζομαι, αλλά πάντα απολαμβάνω τις στιγμές αυτές της ανέλπιστης τύχης ή της βολικής συγκυρίας και μου δημιουργούνται διάφορες ψευδαισθήσεις, όπως ας πούμε ότι ορίζω τη ζωή μου ή ότι το σύμπαν συνωμοτεί για να περνάω εγώ καλύτερα, λες και μπορεί κανείς να ορίσει τίποτα άλλο εκτός από τη σκέψη του, ή ότι υπάρχει περίπτωση το σύμπαν να ασχολείται με μια απειροελάχιστη κουκίδα, με χρόνο ζωής, ίσο με μισή του ανάσα. Ευτυχώς, μετά από λίγο πάντα στραβώνει κάτι, για να έρχομαι εγώ στα ίσα μου και το σύμπαν να μπορεί ανενόχλητο να σφυρίζει αδιάφορα τριγύρω.

Πιάνω τον εαυτό μου τώρα τελευταία, να εκνευρίζεται τόσο πολύ με μερικούς ανθρώπους, εξαιτίας των απόψεων ή των πράξεών τους, που θέλω να ξεστομίσω κάποια μεγάλη κακία και να τους ισοπεδώσω. Μετά όμως, σκέφτομαι ότι πρέπει να είναι τραγικά ηλίθιοι ή απελπιστικά δυστυχισμένοι και σιωπώ, αφήνοντας αυτούς στη δυστυχία τους και εμένα να βράζω στο ζουμί μου.       

Σήμερα το πρωί, η μικρή ανακάλυψε κάπου καταχωνιασμένο ένα παιδικό μου ημερολόγιο  –το μόνο που είχα ποτέ- και ενθουσιασμένη μου ζήτησε να της διαβάσω τι έγραφα. Ξεκινούσα στις εφτά Γενάρη του ’88 – μια μέρα μετά τη γιορτή μου- και με μικρά στρογγυλά γράμματα έφτανα μέχρι τον Αύγουστο του ’91. Βρήκα εκεί μέσα ανόητα ποιήματα, αποσπάσματα από βιβλία και τη φωτογραφία του Μπρούνο, -ενός γάλλου που είχε έρθει με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών μέσω του γαλλικού ινστιτούτου- η οποία ανάθεμα κι’αν θυμάμαι πώς βρέθηκε στα χέρια μου. Το ξεφύλλισα για λίγο, η μικρή ενθουσιάστηκε και περιμένει πώς και πώς να μάθει να γράφει και το έβαλα σε μια άλλη γωνιά όπου φαντάζομαι θα περάσει άλλα τόσα χρόνια. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις εφηβικές μου ιστορίες, διάβασα λίστες με αγαπημένα τραγούδια, βιβλία και ταινίες και μέτρησα πόσα απ’αυτά εξακολουθούν να είναι αγαπημένα. Όχι και λίγα, ούτε πολλά, έτσι που να μην μπορώ να αξιολογήσω το γεγονός και άρα να μην προσπαθήσω καν. 


Για καληνύχτα λοιπόν, το νούμερο 26 μιας λίστας παλιάς, ένα τραγούδι που μ’άρεσε να ακούω –θυμάμαι- ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ένα τραγούδι για μένα, για σένα και για όσους, τους λέει ακόμα κάτι.