Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

από Αύγουστο, Σεπτέμβρη

i). Από μαθήτρια μου έχει μείνει και μετράω το χρόνο σε χρονιές σχολικές, μισή και μισή χρονιά μας κάνει μία, από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη, κάτι αρχίζει, κάτι τελειώνει. Κι΄όσο κρατούσε το σχολείο, τότε ήταν -περισσότερο κι απ΄τα γενέθλια- η εποχή που ένιωθα ότι μεγαλώνω. Πρώτη, δευτέρα, τρίτη, σχολείο που ξεκίνησε με σύμβολο τη μπλε ποδιά και τελείωσε με μπλου τζην, 501, μαγικό νούμερο, αγαπημένο. Αγάπησα τη μπλε μου ποδιά, αγάπησα και τα τζην μου, μα πιο πολύ αγάπησα το σχολείο και κάθε στιγμή που πέρασα μέσα σ’ αυτό. Κι’αν δεν το ήξερα τότε, το ξέρω τώρα, το ξέρω κάθε φορά που τελειώνει ένα καλοκαίρι, που μια καινούρια χρονιά ξεκινά.

ii). Κοιτάζω τη μικρή που θα πάει φέτος στο νηπιαγωγείο και νιώθω έξαψη και αγωνία. Δεν με αφήνει πια να της πιάσω τα μαλλιά κοτσιδάκια, θέλω τα μαλλιά μου κάτω μαμά, μεγαλώνει, σκέφτομαι, μεγαλώνει και είναι ωραία, είναι ωραία έτσι όπως μεγαλώνουμε παρέα, με τα μαλλιά μας -που μοιάζουν- στους ώμους και τα χέρια κρατημένα σφιχτά.

iii). Αυτό το καλοκαίρι ήταν από τα ομορφότερα. Ένα όμορφο καλοκαίρι στην εποχή του ζόφου. Και ίσως, ακριβώς λόγω εποχής, ίσως γι’αυτό να ήταν τόσο όμορφο, ίσως γι’αυτό να το νιώθω μέσα μου σαν κάτι πολύτιμο, είμαστε εδώ, καλά, μαζί, όλοι εδώ, ναι, ένα όμορφο καλοκαίρι. Για φίλημα.

iv). Μερικές φορές, νιώθω πως θέλω να πω σε όλα ναι. Κι’όλα εκείνα που ήρθαν και πέρασαν και τ’άφησα να φύγουν, να τα μαζέψω γύρω μου κοιτώντας τα στα μάτια, τώρα που μεγάλωσα και ξέρω τις λέξεις να τις πω. Να τα μαζέψω γύρω μου να γίνουμε φίλοι ξανά, να πιούμε και ένα ποτό, έτσι, που ξαναβρεθήκαμε, να πιούμε κι’ένα ποτό για τα Αυγουστιάτικα φεγγάρια που δεν είδαμε παρέα, για εκείνα τα 501 που λιώσαμε πάνω μας.

v). Μεθαύριο, θα κάνουμε ένα μικρό σκασιαρχείο. Θα το παίξουμε άρρωστοι με το Σ. και δεν θα πάμε στη δουλειά. Θα αφήσουμε τα παιδιά και θα φύγουμε με τη μηχανή όλη τη μέρα. Θα βγούμε έξω απ’την πόλη, θα ψάξουμε για μια αχαρτογράφητη γωνιά και θα σταθούμε ν’ ανασάνουμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Έτσι απλά.

Κανονίστηκε.   





Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

σαν μεγάλο καράβι

Μερικές φορές, σκέφτομαι πως θα’θελα να’μουνα ο σούπερμαν ή κάποιος τέτοιος ωραίος τύπος, με κάπα και τα σχετικά, να πετάω όποτε θέλω πάνω απ’την πόλη, πηγαίνοντας σε χρόνο μηδέν από το ένα σημείο στο άλλο. Θα τους ξάφνιαζα όλους με την ακρίβεια που θα είχα στα ραντεβού μου, ποια εγώ, που θα σε στήσω είναι σίγουρο, αν ποτέ συναντηθούμε, στο λέω, εκτός αν είσαι σαν την φίλη μου την Ε., οπότε παραδίνομαι, κανείς δεν μπορεί να σε στήσει, όσο και να αργήσω, θα φτάσεις μετά από μένα. Θα ήθελα λοιπόν να απλώνω τα χέρια και να ταξιδεύω -όπου θέλω- με τον αέρα στα μαλλιά μου, αλλά μετά σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσα να πάω πουθενά, έχω χάλια προσανατολισμό, το πιο πιθανό να χανόμουν, έτσι όπως θα πετούσα χωρίς σχέδιο πτήσης, χωρίς πινακίδες να μου δείχνουν το δρόμο και ούτε έναν άνθρωπο να ρωτήσω εκεί ψηλά.

Λένε ότι ο Αύγουστος είναι μήνας διακοπών, αλλά νομίζω, ότι πιο πολύ του ταιριάζει να λέγεται, μήνας επιστροφών. Είναι γεμάτος επιστροφές ο Αύγουστος, γεμάτος βαλίτσες που αδειάζουν και εισιτήρια που μένουν τσαλακωμένα στις πίσω τσέπες παντελονιών ή σε λευκές, μεγάλες τσάντες, μαζί με κάποιο λιποζάν μισολιωμένο και τρίματα από μπισκότα σοκολάτας. Επιστροφές και φωτογραφίες, διαδρομές και αφηγήσεις, μα πιο πολύ επιστροφές και κρυφή ανακούφιση, αφού, ποτέ δεν επιστρέφεις σε κάτι χωρίς να το θες, χωρίς να το έχεις επιθυμήσει πρώτα, να έχεις δει με το μυαλό σου όλη τη διαδρομή μέχρι το χαλάκι της εξώπορτας και το κουδούνι της πόρτας.

Το καλοκαίρι είναι μια μαγική εποχή. Σου δίνει την ευκαιρία να μαυρίσεις και μετά να ξεφλουδίσεις, να αλλάξεις χρώμα και δέρμα. Ξαναβαφτίζεσαι στην αλμύρα της θάλασσας και αν είσαι τυχερός, διαλέγεις το σωστό όνομα αυτή τη φορά. Αν όχι, δεν πειράζει, θα σου μείνει πάντα η απόλαυση της βουτιάς και εντάξει, θα’ρθουν κι’άλλα καλοκαίρια, θα’ρθουν κι ‘άλλες βουτιές, άπειρα ονόματα για να διαλέξεις.


Και είναι κάτι τέτοια βράδια, που σκέφτομαι πως δεν πειράζει, ας μην έχω κάπα και ακρίβεια, τι να γίνει, ας είναι, ας μην πετάω, θα μάθω πιο γρήγορα να περπατάω, θα βαδίζω απλά, με τον αέρα στα μαλλιά μου, αρκεί κάθε καλοκαίρι να ξαναβαφτίζομαι και να επιστρέφω, εδώ, να επιστρέφω με τα χέρια ανοιχτά, πάνω σ’ένα μεγάλο, φωτισμένο καράβι,  σ’ένα μεγάλο καράβι, που θα’μαι μέσα και γω.