Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

επειδή,


το να κάνεις κάτι, οτιδήποτε, είναι από μόνο του πολύ σημαντικό. 
Ειδικά όταν μπορείς απλά να κάθεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα.




Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

σχόλιο, μικρό και απλό


Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, δεν υπήρξαν ποτέ πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Δεν υπάρχουν άσπροι, μαύροι και κίτρινοι, γυναίκες και άντρες, γκεϊ και στρεϊτ. Δεν υπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, εβραίοι και βουδιστές, ρομαντικοί και κυνικοί, νέοι και γέροι. Έξυπνοι και χαζοί, ευγενικοί και κάφροι, μορφωμένοι και ξύλα απελέκητα. Ψηλοί και κοντοί, με πρόσωπα όμορφα και καλοφτιαγμένα ή σκιάχτρα ασουλούπωτα και Κουασιμόδοι. Δεν υπάρχει διάκριση σε λεπτούς και χοντρούς, αριστερούς και δεξιούς, ευαίσθητους ή γαϊδούρια με πατέντα. Ξανθοί και κοκκινομάλληδες, θεατρόφιλοι και σινεφιλ, γαλαζοαίματοι και κοινοί θνητοί. Ποιητές με χέρια βελούδινα και αγρότες με πρόσωπα σκαμένα. Γερμανοί και Ρώσσοι. Χαρούμενοι και σκυθρωποί. Δειλοί και γενναίοι. Του κόσμου ή μοναχικοί.

Στην πραγματικότητα υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν, δύο μόνο κατηγορίες ανθρώπων. Οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Τόσο απλά.  







φωτογραφία Dorothea Lange

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

άμπρα κατάμπρα

Και θυμήθηκα λοιπόν κάτι αιώνες πριν, την εποχή που ήμουν πιτσιρίκα και αγαπούσα πολύ τις ιστορίες των μεγάλων και τα παραμύθια των μικρών. Και ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω μαγισσούλα σαν αυτή του bewitched ένα πράγμα, την Σαμάνθα, που κουνούσε τιγκλ τιγκλ τιγκλ τη μυτούλα και εμφάνιζε παιχνίδια και πολύχρωμα καπέλα και εξαφάνιζε ενοχλητικούς περαστικούς και καμένα φαγητά. Και πετούσε στο χώρο και το χρόνο και μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο στη στιγμή, με την ίδια ευκολία που άλλαζε κορδέλα στα μαλλιά της. Και μπορούσε να σου φτιάξει τη διάθεση κρεμώντας αερόστατα στο μπαλκόνι σου και προσκαλώντας πιγκουίνους να χορέψουν στη γιορτή σου. Και ήταν όλα εύκολα και απλά, καμωμένα από ζάχαρη και μέλι και είχε ο κόσμος γεύση από τις καραμέλες βουτύρου που κουβαλούσε στις τσέπες του ο παππούς, εκείνες τις ΙΟΝ τις πλακέ, στο άσπρο πακέτο με το μπλε λουλουδάκι στο πλάι. Θυμάσαι;   
Και ήρθαν άλλα χρόνια μετά, τότε που ξαπλώναμε στο κρεβάτι και μαγειρεύαμε ταξίδια και σγουρομάλλικα παιδιά και κάθε ευχή μας γίνονταν πραγματικότητα και με έλεγες μάγισσα και γελούσες και το πίστευες κιόλας λιγάκι, γιατί φαινόταν ο κόσμος εύκολος και απλός με μια δόση άχνη ζάχαρη στην κορφή του, σαν κουραμπιές χριστουγεννιάτικος απ’αυτούς που έφτιαχνε η μαμά σου και δεν έτρωγες ποτέ, αλλά σου άρεσε να τους βλέπεις να στολίζουν τις γυάλινες πιατέλες στο μεγάλο τραπέζι. Και γελούσαμε και σου έλεγα θα αλλάξω τον κόσμο κι’άς μην κάνει τίγκλ η μύτη μου κι’ ας μην λένε Εντόρα τη μαμά μου. Σου έλεγα θα αλλάξω τον κόσμο και μου έπαιρνες γαρδένιες στα Εξάρχεια, εκείνες τις τυλιγμένες στο αλουμινόχαρτο που πουλούσαν πλανόδιοι στην πλατεία και τις έβαζα κάτω απ΄το μαξιλάρι μου να βλέπω όμορφα όνειρα τα βράδια. Κι έβλεπα.  
Και χάλασε τη γεύση του ο κόσμος, χάλασε και η μυρωδιά και θλίβομαι και οργίζομαι και θλίβομαι ξανά, μα σαν πέφτω μου λες δε φοβάμαι, θα αλλάξεις τον κόσμο, και μου κλείνεις το μάτι πονηρά , μου λες θα αλλάξεις τον κόσμο και με πιάνεις απ΄τη μύτη και δυο τιγκλ τιγκλ σαν να μου έρχονται στ’αυτιά, δυο τιγκλ τιγκλ και οι φωνές από μικρούς ανεμοστρόβιλους με σγουρά μαλλιά.  Και μιλάμε για αξιοπρέπεια και κατάντια και μιλάμε για πείσμα και πίστη, για ανθρωπιά και απανθρωπιά και απογοητευόμαστε μα συνεχίζουμε ξανά και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει στο λέω μεγαλύτερη ευτυχία από το άκουσμα μια παιδικής φωνής καθώς λέει, άμπρα κατάμπρα, όταν θα μεγαλώσω, θα γίνω μάγισσα μαμά.



Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

στο στόμα


Και έρχεται η μέρα που το παίρνεις απόφαση πως ναι, άλλαξαν τα πράγματα, προχωράνε οι μέρες και ο καιρός, πρέπει να συνηθίσεις τον ψυχρό αέρα στο πρόσωπο και να φτιάξεις τα ρούχα στη ντουλάπα. Προχώρησαν οι μέρες και είναι βράδυ ακόμα την ώρα που σηκώνομαι για δουλειά, είναι βράδυ ακόμα και έχει αρχίσει να δυσκολεύει αυτό το πρωινό -μες το σκοτάδι- ξύπνημα, όλο και περισσότερο με τραβάει το κρεβάτι και η λευκή πικέ κουβέρτα που έχω από την προίκα μου –εμμονή μαμάς- όλα πρέπει να τα έχει ένα σωστό σπιτικό και τα λοιπά και τα γνωστά. 


Το πρωί στη δουλειά μια συνάδελφος μιλώντας σε κάποιον τρίτο ρώτησε “Τι θα γίνει όταν από τη μαζική κατάθλιψη περάσουμε στη μαζική υστερία?” Κατάθλιψη, υστερία. Οι δύο λέξεις που σκιαγραφούν την Ελλάδα του 12. Το περιμένω αυτό το πέρασμα. Το φοβάμαι και το προσδοκώ. Η κατάθλιψη δεν μπορεί να σε πάει πουθενά. Η υστερία κάπου θα μας πάει. Έστω μέχρι το Μπισακό.


Μερικές φορές όταν ακούω την ηλικία μου ξαφνιάζομαι. Σκέφτομαι πως μια γυναίκα στα τριανταέξι  είναι μεγάλη γυναίκα. Και μετά συνειδητοποιώ πως τόσα είναι τα χρόνια μου και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν αφού εγώ νιώθω κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι τριάντα πλας με δυο μωρά στο διπλανό δωμάτιο. Τις προάλλες σε μια δημόσια υπηρεσία παρατηρούσα δύο γυναίκες γύρω στα εβδομήντα μπροστά σε κάποιο γκισέ. Η μια τους έψαχνε ένα χαρτί στην τσάντα της και η άλλη όλο αγωνία τη ρωτούσε. “Μα καλά βρε κορίτσι μου, πού το έχεις βάλει;” Σκέφτηκα πως αν μπορείς στα εβδομήντα να νιώθεις και να δηλώνεις κορίτσι, τότε σίγουρα μπορείς στα τριανταέξι και στα σαράντα και για όσο αντέχεις. Ένα κορίτσι στα ενενήντα  πέντε  με το πιο ζαρωμένο χαμόγελο του κόσμου. Γιατί έτσι, γι’αυτό.


“-Κι’όταν όλα θα έχουν τελειώσει; Τότε τι; τη ρώτησε ο άντρας. -Τότε θα ερωτευτούμε τη βροχή και το σύννεφο, να ζούμε τον έρωτα μούσκεμα ως το μεδούλι ” απάντησε και άνοιξε το παράθυρο με δύναμη σαν να υπέγραφε συμβόλαιο με τη μέρα.


Έχει ένα ενδιαφέρον το να τουμπάρεις. Βλέπεις αλλιώς το πάτωμα όταν πάνω του ακουμπάει το μάγουλό σου.


Για καληνύχτα ένα τραγουδάκι που μου έχει κολλήσει από το πρωί, ένα από αυτά τα τραγουδάκια που κι’ας μη το ξέρεις ζούνε κάπου μέσα σου, από αυτά τα τραγουδάκια που ας το παραδεχτούμε, θα ήθελες να είχαν γραφτεί για σένα, ή εντάξει, έστω για μένα.




Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

fighting time


Εντάξει, θα με πεις κολλημένη. Αλλά με αυτά που ζούμε, πώς να ξεφύγει το μυαλό; Σκεφτόμουν τον τελευταίο καιρό (σχεδόν συνέχεια δηλαδή) για τον αγώνα, για τους αγώνες γενικά που δίνουν όλοι στη ζωή τους. Τους προσωπικούς και τους πιο συλλογικούς. Σαν όπλο του ο καθένας επιλέγει και κάτι διαφορετικό. Το χιούμορ που όλα τα ξορκίζει, την οργή,  την προσφορά σε όσους τη χρειάζονται. Την τέχνη. Και μ’αυτό πολεμά.

Μ’αρέσουν οι άνθρωποι που αγωνίζονται. Που δίνουν μικρούς και μεγάλους αγώνες, χαμένους αγώνες, που μοιάζουν σαν να έχουν ήδη κριθεί. Ειδικά τέτοιους. Μ’αρέσουν οι άνθρωποι που αρνούνται να παραιτηθούν. Ακόμη και όταν κρέμονται από μια κλωστή, και κοιτάνε κάτω τους το χάος και την άβυσσο μέσα τους. Που δεν φοβούνται να εκτεθούν, να φωνάξουν για όσα ζητάνε από τη ζωή και τους άλλους, για όσα ζητάνε από τον ίδιο τους τον εαυτό. Που πολεμάνε για αυτό το κάτι παραπάνω, το ίσως περιττό. Γιατί η ομορφιά και η ουσία της ζωής κρύβεται στα περιττά και όχι στα απαραίτητα. Στο κάτι παραπάνω. Σ’αυτό που μπορεί να γλυκάνει την ψυχή μας, και να φωτίσει τη σκέψη μας. Να μας πάρει από το χέρι και να οδηγήσει στην δική μας αλήθεια, τη μοναδική. Αυτή που συχνά κρύβουμε και από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Μεγαλύτερο αγαθό πιστεύω δεν είναι ούτε η αγάπη, ούτε η φιλία, ούτε δεν ξέρω εγώ τι. Μεγαλύτερο αγαθό είναι για μένα ο χρόνος. Ο χρόνος. Και αυτό που θα ήθελα για όλους να ευχηθώ είναι να έχουν μπροστά τους πολύ χρόνο. Να προλάβουν να ζήσουν, να γνωρίσουν ποιοι είναι και τι πραγματικά θέλουν από τη ζωή τους. Να προλάβουν να παλέψουν γι’αυτό κι’ας βρεθούν με ματωμένα γόνατα και χαρακιές στην ψυχή και το σώμα. Χρόνος να κάνουν λάθη τραγικά και χρόνος να κλάψουν με λυγμούς γι’αυτά. Χρόνος να αγαπήσουν τον εαυτό τους πρώτα και μετά όλους τους άλλους. Να γκρεμίσουν ό,τι τους τραβάει κάτω, ό,τι υπάρχει μέσα τους που τους πονάει τα βράδια που είναι μόνοι και να ξαναχτίσουν το μέσα τους από την αρχή. Να νιώσουν, να νιώσουν όσα πιο πολλά μπορούν. Να ζήσουν. Και τι είναι η ζωή αν όχι ένας ατελείωτος αγώνας ενάντια στο χρόνο?  «Να μην ξεχάσουμε, να μην ξεχαστούμε.»*

Και έρχονται κάτι τέτοιες μέρες, που δεν μπορώ, δεν ξέρω πώς να εκφράσω αυτή μου την πίστη στον κόσμο. Στη δύναμή του. Στους ανθρώπους και το πείσμα τους. Στην διάθεσή τους να νικήσουν τον χρόνο, ζώντας τον. Στους ανθρώπους. Που γράφουν τραγούδια και μιλάνε για ελπίδα ακόμα κι’αν δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά. Που γελάνε, με τις μουτζούρες στο πρόσωπό τους και δεν τους νοιάζει αν μαζί τους γελάσεις και εσύ. Που δεν αποστρέφουν το βλέμμα τους όταν θολώνει και δεν φοβούνται να σου δείξουν τα δάκρυά τους. Που θυμώνουν, οργίζονται, φωνάζουν και μετά από λίγο σου δίνουν το χέρι και μια αγκαλιά. Στην ομορφιά που κρύβουν μέσα τους και στο ρομαντισμό με τον οποίο δίνουν τους μικρούς και τους μεγάλους αγώνες τους.
Τους χαμένους αγώνες.
Αυτούς που μοιάζουν σαν να έχουν ήδη κριθεί….


*από το ποίημα De retum natura. Γ. Θέμελης




φωτογραφία Bresson