Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

να πάει


Τι μέρα κι’αυτή, τι σύννεφο. Ήρθε και κάθισε πάνω μας όπως η πάχνη στο τζάμι κάτι πρωινά κοντά στη θάλασσα που σηκώνεσαι απ΄τις πέντε και πίνεις τον καφέ σου μαντεύοντας τη θέα πίσω απ’το παράθυρο. Κάθισε πάνω μας και μας βάρυνε, μα την διώξαμε εύκολα με μια κίνηση σαν να ανεμίζαμε τα μαλλιά μας μπροστά στο πιο ελαφρύ αεράκι, είπαμε όχι και τη διώξαμε, με μια κίνηση του κεφαλιού και ένα βλέμμα σταθερό είπαμε όχι κι αρνηθήκαμε. Και πάει.  

Πάει καιρός τώρα που θέλω να σου γράψω, να κάτσω έτσι λίγη ώρα να αφήσω πέντε αράδες αφιερωμένες, απ’αυτές που λαχταράμε να χαρίζουμε μα τρέμουμε μήπως τις δούνε άλλοι. Μήπως τις δούνε μάτια ξένα και γελάσουνε και νιώσουμε μικροί ξανά όπως τότε που φορούσαμε τη μπλε ποδιά με τ’άσπρα γιακαδάκια και τρώγαμε κουλούρι στο διάλειμμα   και σφίγγαμε τα χείλη να μην κλάψουμε όποτε μας πείραζε κανείς, σφίγγαμε τα χείλη και το κουλούρι στο χέρι με μανία και κοιτούσαμε το κακό στο πρόσωπο, για να μας δει να μάθει και φώτιζαν το βλέμμα μας τα λευκά τα γιακαδάκια και κείνο το πείσμα το ανυποψίαστο. Το ωραίο.

Πάει καιρός που θέλω να σου γράψω δυο λόγια για τούτο το καρδιοχτύπι το ακανόνιστο και το ρίγος στο σώμα που μιλάει. Για την μέρα και τη νύχτα και το χρόνο που περνάει. Για τον χρόνο που αιωρείται πάνω απ’τα κεφάλια μας, για το σώμα που αιωρείται ανάμεσα στη σκέψη και την επιθυμία, για την λαχτάρα των είκοσι, για την λαχτάρα των τριάντα. Για την ανάγκη που φουσκώνει στα μέσα σαν ποτάμι που γέμισε και ξεχείλισε και σε πήρε παραμάζωμα μαζί με κάτι κλαδάκια και φύλλα κίτρινα. Για κείνη την αίσθηση τη γνώριμη, την μοναδική, να’ρθει το σώμα να κάψει, να καεί, να λιγωθούν τα κόκκαλα, να λιώσουν, μόνο η στάχτη τους να μείνει και μια ιδέα απ’το βάδισμά τους. Να μείνουμε αιώνιοι σαν τις θάλασσες και τις εποχές και αυτά τα χειμωνιάτικα απογεύματα, αιώνια απογεύματα, που σταματάει ο χρόνος μπροστά στη βροχή που πέφτει και για μια στιγμή μπερδεύεσαι και δεν ξέρεις αν είσαι εσύ σήμερα ή αύριο ή πριν από δέκα χρόνια. Ολόκληρα.

Πάει καιρός που ψάχνω να βρω τις λέξεις, να τις μαστορέψω, να ανοίξω τις κουρτίνες και τα παράθυρα, να βγω έξω και σαν έρχεσαι απ΄το δρόμο να σου φωνάξω. Να σε πάρω απ’το χέρι και να σε κοιτάξω μέχρι να ξεχάσεις το δρόμο και το ανοιχτό παράθυρο, να σταματήσει ο χρόνος, να λαγγευτείς, να πάψεις. Να σε ποντάρω και να σε κερδίσω, να ανεμίσω τα μαλλιά μου απλά, σαν μπροστά στο πιο ελαφρύ αεράκι, με μια κίνηση του κεφαλιού και ένα βλέμμα σταθερό, όχι σε κάθε τι άσχημο να πω, να το αρνηθώ. Και αυτό αμέσως να χαθεί. Να πάει.  
      



φωτογραφία Bresson

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

σ'ένα βάζο από μέλι


Δευτέρα βράδυ. Διαβάζω το σημείωμα από τα προνήπια να τους πάμε, λέει, ένα άδειο βάζο από μέλι ή μαρμελάδα και ένα πλαστικό παιχνίδι να χωράει μέσα.  Βρίσκω το βάζο εύκολα, μέλι και μαρμελάδες κυκλοφορούν πολύ σπίτι μας και ψάχνω τι παιχνιδάκι να βάλω. Είναι αργά, τα μικρά έχουν κοιμηθεί και σκαλίζω τα παιχνίδια τους προσπαθώντας να κάνω ησυχία. Κάποια στιγμή βουτάω κυριολεκτικά το χέρι μου σε μια μεγάλη κούτα με παιχνίδια, ό,τι πιάσω σκέφτομαι, αρκεί να χωράει. Βγάζω ένα μικρό μωβ ιπποποταμάκι. Παχουλό και όμορφο με ένα χαζό χαμόγελο χαραγμένο στη μουσούδα. Τσεκάρω αν χωράει στο βαζάκι και ναι, μπίνγκο, κληρώθηκε στον μικρό μια θέση στο βάζο.

Όση ώρα κάνω δουλειές ρίχνω κλεφτές ματιές στο ζωάκι που με κοιτά πίσω απ’το γυαλί, στο χαζό χαμόγελο, στο μωβ μουτράκι. Ένας φυλακισμένος ιπποπόταμος, ένα καπάκι, -  ίσως και μια αχνή μυρωδιά από μέλι για παρέα; - αναρωτιέμαι. Η ζωή είναι άδικη. Βρίσκεσαι αμέριμνος σε μια κούτα με παιχνίδια και ξαφνικά ένα χέρι σε τραβά, ένας κλήρος σου πέφτει και μένεις μόνος σε μια γυάλινη φυλακή να απορείς. Γιατί εγώ; Γιατί όχι η κίτρινη φώκια ή εκείνο το γαλάζιο αυτοκινητάκι στη γωνία; Είσαι ένας μωβ ιπποπόταμος και δεν καταλαβαίνεις. Είσαι ένα παιδί στη Γάζα  και δέχεσαι πυρά. Είσαι ένα παιδί σ’ένα πόλεμο που δεν καταλαβαίνεις. Είσαι σε ένα σχολικό λεωφορείο και πας εκδρομή . Και μετά τίποτα. Ένα χέρι σε τραβάει, ένας κλήρος σου πέφτει και δεν καταλαβαίνεις. Είσαι στην Ινδία  και μεγαλώνεις. Είσαι εφτά χρονών και απλά δεν καταλαβαίνεις.

Βολεύω το σπίτι, τα πιάτα στο πλυντήριο, τα ρούχα στεγνωτήριο, κινήσεις απλές, καθημερινές. Ο ιπποπόταμος εκεί. Περιμένει. Κάνω ένα μπάνιο και χτενίζω τα μαλλιά μου. Ο ιπποπόταμος εκεί. Δεν καταλαβαίνει. Κοιτάω τα μικρά που κοιμούνται και φτιάχνω τα σκεπάσματά τους. Κοιμούνται ήσυχα, αθόρυβα σαν μικρά πλαστικά κουκλάκια. Είσαι παιδί και κοιμάσαι ανάμεσα σε σεντόνια με άρωμα προδέρμ. Φοράς πυτζάμες με αρκουδάκια και έχεις αγκαλιά ένα ροζ κουνέλι. Έχεις σπίτι, ζέστη και φαγητό, κανένα χέρι δεν σε τράβηξε έξω από την κούτα. Είσαι παιδί και δεν γνωρίζεις όσα δεν καταλαβαίνεις.

Μπαίνω στην κουζίνα και πιάνω το βάζο από μέλι. Στέκομαι σαν χαζή στη μέση του δωματίου, στα χέρια ένα γυάλινο βάζο μ’ένα μωβ ζωάκι . Το κρατάω σφιχτά, τι μπελάς με βρήκε απόψε, σκέφτομαι και ξαφνικά νιώθω σαν παιδάκι. Ο ιπποπόταμος κοιτάει, δεν έχει στιγμή σταματήσει να μου χαμογελάει. Η ζωή είναι άδικη. Μα ευτυχώς για σένα, η δική σου  είναι στα δικά μου χέρια, ψιθυρίζω και κοιτάζοντας δυο πλαστικά ματάκια, ανοίγω το καπάκι.   





φωτοραφία Bresson

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

και συνήθισες


Και συνήθισες. Συνήθισες να ακούς για λίγα, όλο και λιγότερα, όλα και φτωχότερα και ήρθες και μάζεψες και συ, μάζεψες σκέψεις και όνειρα και θέλω, έκοψες από έξοδα, έκοψες από σχέδια, πάλι καλά σκέφτηκες, είπες πάλι καλά και ησύχασες, συρρικνώθηκες.

Και συνήθισες. Συνήθισες να περπατάς και να βλέπεις χέρια απλωμένα σαν τα ρούχα στα σχοινιά κάτι μέρες που ξεμυτίζει ο ήλιος και νομίζεις πως η ζωή είναι όμορφη ξανά. Και περπατάς ανάμεσα σε χέρια απλωμένα και σε πρόσωπα χλωμά και ντρέπεσαι λιγάκι, κάποτε ντρεπόσουν πιο πολύ, μα συνήθισες γιατί είναι πολλά τα χέρια και κάθε μέρα πληθαίνουν τα πρόσωπα μέχρι που θα σταματήσεις να τα κοιτάς, κουράστηκαν τα μάτια σου, βάρυνε το βλέμμα σου, μια απ’αυτές τις μέρες κάπου στο χώμα θα καρφωθεί και θα μείνει εκεί.

Και συνήθισες. Συνήθισες τον παραλογισμό και το σκοτάδι μέσα τους, το μίσος και την άγνοιά τους, το θράσος τους. Συνήθισες το ψέμα και την υποκρισία τους, το γουρουνίσιο μούτρο τους, την εριστικότητά τους. Μεγάλωσες με τη μούχλα και την αποκοτιά τους.

Και συνήθισες. Με το θυμό και τη θλίψη σου συγκατοίκησες, τις εβδομαδιαίες εξάρσεις, την αγανάκτησή σου. Συνήθισες και κόπηκες στα μέτρα τους, χώρεσες στα σχέδιά τους.  

Τριάντα εννιά χρόνια αύριο και δεν σου καίγεται καρφί. Και συνήθισες και συνήθισες και εσύ. 





φωτογραφία D. Lange

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

butter, butter, butterfly

Τα μάτια μου έχουν γεμίσει πεταλούδες. Πεταλούδες πάνω σε παιδικά χεράκια. Τα μάτια μου έχουν γεμίσει από την εικόνα μιας πεταλούδας πάνω σε παιδικό χεράκι. Μια πεταλούδα  σ’ένα παιδικό χεράκι, σ’ένα παιδικό χεράκι πάνω στο χέρι μου, τι περίεργο πυργάκι που κάνουμε εμείς οι τρεις. Πόσο θα’θελα να ζωγραφίσω αυτή την πεταλούδα. Να της δώσω μικρές κεραίες και πολύχρωμα φτερά με γαλάζιες και λιλά πιτσιλιές, μικρά τοσοδούλικα φτεράκια να ανοιγοκλείνουν χαρωπά. Μόνο τέτοιες θα΄πρεπε να βρίσκονται πάνω σε παιδικά χεράκια. Μόνο αυτές οι καλοσυνάτες που σου ψιθυρίζουν ιστορίες και σου γνέφουν πονηρά πριν σου πουν τα μυστικά τους. Μόνο τέτοιες. Όλες οι άλλες θα έπρεπε να εξαφανιστούν, με νόμο, θεού κι’ανθρώπου. Παντοτινά.
Έχουν γεμίσει τα αυτιά μου βουητό. Τα νέα που έφταναν απόμακρα, ξένα. Βγήκε ο Ομπάμα, τα μέτρα ψηφίστηκαν. Φασίστες ξυλοκόπησαν, βασάνισαν, χτύπησαν…. Πώς να ακούσεις καθαρά όταν έχεις στα αυτιά σου το βουητό μιας πεταλούδας και το κλάμα ενός μωρού; Σφιχτή αγκαλιά και τραγουδάκια, το καλύτερο φάρμακο στον κόσμο. Και ο πάνινος Ντόναλντ για συντροφιά. Το καλύτερο φάρμακο στον κόσμο. Α και τα ζουληχτά φιλιά. Κυρίως αυτά.
Σήμερα για πρώτη φορά σκέφτηκα πως θα μπορούσα να φύγω απ’την Ελλάδα. Ποιος, εγώ. Που έλεγα δεν θα ζούσα μακριά από δω. Δεν θα έφευγα ποτέ για καλύτερη δουλειά, ή για πιο πολλά λεφτά, αλλά να, είναι που δεν μπορώ να ζω με τους φασίστες. Και να μεγαλώνω δίπλα τους παιδιά. Αυτό. Είναι που δεν μπορώ. Νο, νο, νο.
Τουλάχιστον καθάρισαν τα μάτια μου. Μ’αρέσει να κάθομαι και να κοιτάζω το χέρι μου. Και το παιδικό χεράκι πάνω σ’αυτό. Τώρα που χάλασε το πυργάκι και διώξαμε την κακιά πεταλούδα, ξεκουράζομαι κοιτάζοντας τα χέρια μας που κάθονται παρέα και αφήνοντας μικρά πεταχτά φιλάκια πάνω στο μιμί. Να γιάνει, να ξεχαστεί.  Και ποιος ξέρει, αφού φύγαν οι πεταλούδες μπορεί να φύγουν και οι φασίστες. Και το μιμί να γιάνει, να ξεχαστεί.


Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

νοέμβρης

Και έχω μια κούραση φοβερή, ένα μούδιασμα στο μυαλό και το σώμα, έχω μια κούραση ευτυχώς σωματική, απ’αυτές που με έναν καλό ύπνο και δύο χαζά όνειρα περνάνε, απ’αυτές που σε χαλαρώνουν μισοκοιμισμένη στον καναπέ, ξέρεις, την κούραση τη φιλική, τις άλλες να φοβάσαι, τις μουλωχτές που έρχονται αθόρυβα και σου κατσικώνονται σαν συγγενείς απρόσκλητοι, εκείνοι πάντα που δεν αντέχεις. Και έχουν γίνει τόσα πολλά αυτά που δεν αντέχονται, έχουν γίνει τόσα πολλά αυτά που δεν παλεύονται, μα είναι η ζωή που σε τραβάει απ’το μανίκι και σου φωνάζει σήκω, μη σταματάς, είναι η ζωή που σε παρασύρει και σε βγάζει απ’τον ίσιο δρόμο σπίτι- δουλειά, δουλειά- σπίτι, είναι η ζωή που σου σαμποτάρει την οργή και το δίκαιο μένος και ζωγραφίζει χαμόγελα στη μούρη σου και τραγούδια στη φωνή σου.
Έχω τρομερή κούραση λοιπόν και να πω την αλήθεια έχω αρχίσει λιγάκι να κρυώνω, ο χειμώνας έρχεται, σκέφτομαι και με πιάνουν τα γέλια, νιώθω λίγο σαν ήρωας του Game of thrones, the winter is coming επαναλαμβάνω με στόμφο και περιμένω τον τρίτο κύκλο της σειράς –κατά το Μάρτη νομίζω. Ο δικός μας ο χειμώνας έχει όμως ήδη φανεί, χειμώνας βαρύς, σε καιρό, θεσμούς και ιδανικά, έχουν γεμίσει οι δρόμοι χιονάνθρωπους, χωρίς αστεία σκουφιά και καρότα όμως, μόνο πάγο και άψυχα μάτια.
Βάζω τα παιδιά για ύπνο και τα σκεπάζω καλά, μπήκε ο Νοέμβρης, και έχει κάτι από αρχή αυτό, μπήκε ο Νοέμβρης και κάτι με πιάνει πάντα, κάτι σαν να θέλεις να ανοίξεις την πόρτα και να περπατήσεις στους δρόμους της πόλης, να περπατήσεις λες και αυτό θα αλλάξει τα πάντα, να περπατήσεις ανάποδα σε πείσμα των καιρών και του φόβου. Και του κρύου. Κυρίως αυτού.       
Και έφτασε η ώρα να παραδεχτώ πως αυτό το ποστ –εντάξει, το ασυνάρτητο- δεν είναι τίποτα άλλο από μια δικαιολογία, ένα άλλοθι –κι’ας μη χρειάζομαι τέτοιο- ένα κουρτινάκι να κρύβει από πίσω το τούνελ, σαν την αφίσα της Ρίτας στο Τελευταία έξοδος ένα πράγμα. Δεν είναι παρά το περιτύλιγμα αφού αυτό που υπάρχει στο κέντρο, αυτό που μετράει, είναι μόνο το τραγούδι, το τραγούδι του Νοέμβρη, του κάθε Νοέμβρη που ξεκινά με ένα ελαφρύ ρίγος στο σώμα και τελειώνει με την άφιξη του χειμώνα. Σε κύκλους.
Ίσως είναι αυτή η ομίχλη πέντε –οκτώ, ίσως είναι μικρές γρατσουνιές από παλιά μυστικά. Ίσως να είναι απλά που είμαι τόσο πολύ κουρασμένη και θέλω κάτι γνώριμο να με καληνυχτίσει. Όπως και να’ναι, δεν θα άφηνα να περάσει αυτή η μέρα χωρίς το παρακάτω τραγούδι, αυτό που έρχεται πρώτο στο μυαλό μου κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Ήρθε ο Νοέμβρης, ο χειμώνας έρχεται.









+ και για πολλά χρόνια άκουγα "μαχαίρι στην καρδιά σου εκείνη"...