Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ζάχαρη με κανέλα

Τις τελευταίες μέρες μαζεύω συνταγές από το διαδίκτυο. Είναι η σειρά μου για μάζωξη και ψάχνω για νέα πιάτα, να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό κι’ας μείνουμε νηστικοί -δεν πειράζει- θα πιούμε μόνο και θα γελάσουμε, ή όχι, ούτε αυτό είναι απαραίτητο για να περάσει όμορφα μια βραδιά. Έτσι όπως άρχισε όμως, να μυρίζει ξανά χειμώνας, ίσως πρέπει να σταματήσω να ψάχνω για το αλλιώτικο, ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι λίγα ξύλα που καίγονται, κόκκινο κρασί και καυτή σούπα στα πιάτα μας. Ζωηρές κουβέντες και καθαρές ματιές. Αυτά. Και μηλόπιτα να ψήνεται, για να μυρίζει το σπίτι ζάχαρη και κανέλα. Ανάκατα.

Στη δουλειά κάθε μέρα όλοι μιλάνε για τον Άδωνι. Τι είπε χτες, προχτές, παραπροχτές και πάει λέγοντας. Νιώθω περίεργα. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να ακούσω τι λέει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, οι παραληρηματικοί μονόλογοι με αποσυντονίζουν, άσε που δεν έχω και την απαραίτητη υπομονή. Τα αυτιά μου κλείνουν αυτόματα  μπροστά στο θόρυβο  -έχω αναπτύξει τρελές άμυνες, το ξέρω- γεγονός που μου χαρίζει μια τρομερή ηρεμία την ώρα που οι άλλοι δίπλα μου λυσσάνε. Κάποια πράγματα κάνουν κακό στην υγεία και είπαμε, η υγεία είναι αγαθό. Ακόμα, τουλάχιστον.


Θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο, αλλά όχι απλά να το διαβάσω. Θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο που θα το ερωτευτώ, θα χαθώ τελείως μέσα του, θα το κρατάω στα χέρια μου με προσμονή και λατρεία. Σκέφτομαι να ξεκινήσω το 1Q84 του Χ. Μουρακάμι, πάει τόσος καιρός που θέλω να το διαβάσω και κάτι μου λέει ότι είναι ό,τι ακριβώς ζητάω αυτή την εποχή.  Αφοπλιστικό και παράφορο. Λυτρωτικό. Απροσδιόριστο. Σαν συνταγή που δεν μπορεί να μην πετύχει. Ζάχαρη με κανέλα. Απλούστατο.







Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

μακριά, πιο μακριά

Και αναρωτιέμαι γιατί αξίζει να γράψει κανείς, πλέον. Για τα αιώνια ερωτηματικά, τη ζωή και το θάνατο, την αναζήτηση της ευτυχίας και την ελαφρότητα του έρωτα; Για την έκπτωση που βιώνουμε, τον παραλογισμό, το θράσος και την αναλγησία; Για την αγωνία, την αβεβαιότητα, την απελπισία και τον μαρασμό; Για την κάθε μέρα που μπορεί ακόμη να μας ξεσηκώνει, ακόμα κι έτσι, ακόμα και τώρα, μέσα σε όλο αυτό τον πανικό; Ή ίσως μόνο για τη βροχή. Για τη βροχή που τρέχει πάνω στα καινούρια μου παπούτσια. Ναι, ίσως να αξίζει να γράφει κανείς πια μόνο για τη βροχή και τις διαδρομές της μέσα στην πόλη, ή για ένα ποτήρι κρασί με το πιο κόκκινο χρώμα του κόσμου. Για ένα ποτήρι κρασί, ένα τραγούδι, και τον ήχο της βροχής πάνω στους ώμους σου. Γι’αυτά. Και για όλα τ’άλλα, για το θυμό και τη λύσσα μας, για τη γελοιότητα που βιώνουμε καθημερινά, για το σήμερα, το αύριο, και το χτες, ας αφήσουμε να μιλήσουν τα τραγούδια, αυτά που μας αρέσει να τραγουδάμε δυνατά, στέλνοντάς τους όλους στο διάολο. Και ακόμη πιο μακριά.  





       

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

δεύτερη ευκαιρία

Βίωνε τον έρωτα απόλυτα. Με την ίδια ένταση και πάθος από την πρώτη, μέχρι την τελευταία μέρα. Τελευταία μέρα βέβαια δεν υπήρχε, δεν τελείωνε ποτέ ο έρωτάς του, η έξαψη και η αναμονή, η ταραχή, το ρίγος στα ακροδάχτυλα στη σκέψη και μόνο, ενός τυχαίου, ξαφνικού αγγίγματος. Α, ναι. Ήταν τυχερός. Μπορούσε να απολαμβάνει το αίσθημα φρέσκο, δροσερό, κάθε μέρα σαν την πρώτη μέρα, κάθε σκέψη νεογέννητη, κάθε απορία αναπάντητη και γι’αυτό παντοτεινή. Κάθε μέρα, όλη μέρα. Από την άλλη βέβαια -δεν ήξερε αν μετρούσε αυτό- ήταν τα πρόσωπα που άλλαζαν, ήταν τα πρόσωπα που έφευγαν για να μένει το αίσθημα ατόφιο, παρθένο, αμόλυντο από δεύτερες και τρίτες σκέψεις, από δεύτερες στιγμές, δεύτερα κάτι, οτιδήποτε, σιχαινόταν τη λέξη, τη σιχαινόταν. Ναι. Είχε γλιτώσει όμως από όλα αυτά. Διάλεγε φωνές στο ραδιόφωνο, κείμενα στο διαδίκτυο, πρόσωπα από τα απέναντι γραφεία και παθιαζόταν μαζί τους. Μπορούσε να ονειρεύεται μέρες ολόκληρες μια πρώτη συνάντηση, την πρώτη λέξη, το πρώτο φιλί. Βίωνε καθημερινά την γέννηση, την πρώτη ανάσα, την πιο σημαντική. Να μην ήταν μόνο εκείνες οι μέρες, που ένιωθε αυτό το φόβο, αυτή την ανησυχία μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα μεγάλο λάθος. Έτρεμε στη σκέψη ότι μπορεί να περνούσε όλη του τη ζωή μέσα σε μια τσιχλόφουσκα έτοιμη να σκάσει στα μούτρα του, αφήνοντας μικρά ροζ κομματάκια, στα χείλη και τα μάγουλά του. Και ήταν αυτές ακριβώς οι στιγμές που σκεφτόταν πως αν ο ίδιος ήθελε, η ζωή, ίσως, ίσως να του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά ήταν αυτό το δεύτερη που τον χαλούσε. Δεύτερη. Τη σιχαινόταν αυτή τη λέξη. Ναι.  







φωτογραφία Brett Weston



Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

έξι - έξι

Τις νύχτες μετά βίας πια έσερνε τα βήματά του. Δέκα η ώρα και ένιωθε να κουβαλάει πάνω του το βάρος όλου του κόσμου. Γόνατα, μέση, ακόμα και αστράγαλοι έμοιαζαν να διαμαρτύρονται μπροστά σε κάθε μικρή κίνηση.  Λαχταρούσε το κρεβάτι του, να ξαπλώσει, να ξεφορτώσει το βάρος, το πρωί ξανά, δεν θα χαλάσει και ο κόσμος βρε αδερφέ, λίγες ώρες μόνο, να, λίγες ώρες. Από τη μέση και κάτω διαλυμένος και οι μέρες του από τη μέση και κάτω διαλυμένες και αυτές, ποιο σούρουπο, ποιο βράδυ, δώδεκα ώρες η ζωή του, έξι-έξι, μετά κενό, αναμονή και βήματα που σέρνονται τριγύρω. Οι γιατροί είχαν πια σηκώσει τα χέρια. Τέτοια κούραση, τόσο βάρος, απορούσαν, συζητώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, μα αυτός εκεί, να ζει τους κύκλους του, έξι- έξι, αναμονή, ξεκούραση. Φυσικά δεν ήταν μόνο το βάρος, ήταν και οι άνθρωποι, έστω, κάποιοι άνθρωποι, αυτοί που τον κούραζαν πιο πολύ. Γι’αυτούς όμως, τώρα τελευταία είχε βρει λύση. Φαντάζονταν πως δεν υπάρχουν. Πως είναι μόνο φιγούρες που ανοιγοκλείνουν μπροστά του το στόμα, επιδεικνύοντας ούλα και δόντια και μικρές σουβλερές γλώσσες. Κοιτούσε απλά, με ένα ήσυχο χαμόγελο, σημαδεύοντας κάποιο σημείο πίσω τους, εκεί ακριβώς που υπολόγιζε πως θα έπεφτε η σκιά τους αν ο ήλιος τύφλωνε τα μάτια τους. Χαμογελούσε κοιτώντας τη σκιά τους, ήταν ήρεμος, χαμογελούσε, έξι- έξι, αναμονή, ξεκούραση. Όλα εντάξει.