Χαζεύω περιοδικά και ξεφυλλίζω διαφημιστικά έντυπα, πίνω καφέ και ακούω τους θορύβους της πόλης που ετοιμάζεται να περάσει απ’τη ζέστη της μέρας στη θέρμη της νύχτας.
Έπεσε στα χέρια μου τις προάλλες ένα από αυτά τα φυλλάδια που διαφημίζουν αγορά χρυσού. «Δίνουμε αξία στα παλιά σας κοσμήματα» και «μετρητά σε πέντε λεπτά» ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα, κίτρινα, χρυσά, να μπορούν να το διαβάζουν οι παλαιότεροι και να δελεάζονται οι νέοι. Αγορά χρυσού και θυμήθηκα τα παλιά χρόνια τότε που μου έλεγε η γιαγιά μου ιστορίες από την κατοχή, ιστορίες φτώχιας και πείνας, με μαυραγορίτες, χρυσά δόντια και λιγοστό ψωμί. Θυμήθηκα φράσεις «κατοχικές» τύπου «μην αφήνεις τη μπουκιά σου» που κάναν εμάς τα παιδιά να απορούμε και να κοροϊδεύουμε και λίγο την μακρινή αγωνία της έλλειψης. Εμείς τα παιδιά της αφθονίας, του μέλλοντος. Πιτσιρίκια και απορούσαμε για τις πρακτικές του παρελθόντος, για τα συντηρητικά, φοβισμένα μυαλά των μεγάλων, για την αποπνικτική ηθική και τη γεμάτη στερεότυπα ζωή τους. Αγοροπωλησία χρυσού και θυμήθηκα και κάτι λίρες –δώρα παππούδων στα νεογέννητα παιδιά μου- να’ναι «χρυσή» η ζωή τους και συμβουλές για φύλαξη αυτών αφού «το μόνο που δεν χάνει την αξία του είναι ο χρυσός». Και γελούσα τότε με την εμμονή στο χτες και στις νουθεσίες του. Και τώρα κρατάω στα χέρια μου φυλλάδιο μιας «σύγχρονης επιχείρησης» και αναρωτιέμαι, πότε μπήκαμε στην μηχανή του χρόνου και γυρίσαμε πίσω και γιατί.
Και γελούσα με ιστορίες κοινωνικής συμπεριφοράς, για τη θέση της γυναίκας στο χτες, για τον τρόπο που ερωτεύονταν, έκαναν σχέσεις και παντρεύονταν τα κορίτσια που ήταν πράγματι «κορίτσια», και γελούσα και θύμωνα παράλληλα. Μέχρι που άκουσα δήλωση φίλης να απειλεί – τον εαυτό της και μόνο- πως αν δεν παντρευτεί μέχρι τα σαράντα θα πάει σε γραφείο συνοικεσίων. Παντρεύτηκε λίγο πριν κλείσει τα τριάντα έξι και γλίτωσε το νυφοπάζαρο και τις μεγάλες εκπτώσεις, για τις μικρές δεν ξέρω και δεν μιλώ, ο καθένας επιλέγει τις δικές του. Παντρεύτηκε και έβαλε τη χρυσή τη βέρα στο δεξί και δηλώνει ευτυχισμένη, μοιάζει ευτυχισμένη, ίσως η ευτυχία δεν χρειάζεται πεταλούδες στο στομάχι, μόνο ένα τραπέζι για δύο σε μια ψαροταβέρνα δίπλα στη θάλασσα.
Διαβάζω για το μεταναστευτικό και τις σκέψεις πολλών νεοελλήνων για τη θέση των μεταναστών στην Ελλάδα, σύγχρονοι δούλοι –μόνο ως τέτοιοι μπορούν να γίνουν ανεκτοί, σε λίγο θα στηθούν πάγκοι και σκλαβοπάζαρα στις πλατείες και οι δημοκράτες χριστιανοί, απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη θα αποφασίζουν δια βοής τη μοίρα μαυριδερών ξένων. Θα αποφασίζουν τη σκλαβιά των άλλων χωρίς να βλέπουν τις δικές τους αλυσίδες. Σκλάβοι σε εταιρίες και τράπεζες, σε παπάδες και πολιτικούς, δημαγωγούς, προαγωγούς ανέχειας και μίσους. Και θα φεύγουν για άλλους τόπους όπου οι μαυριδεροί ξένοι θα’ναι τώρα αυτοί και η βοή θα αφορά στη δική τους μοίρα. Στη δική τους ζωή.
Και γυρίζει ο χρόνος πίσω, όλο βήματα στο χτες νιώθω πως περπατάμε και ίσως είναι λογικό, δεν ξέρω, ίσως να είναι λογικό η ανασφάλεια να σε πάει στα πριν, στα γνωστά, τα σίγουρα. Σαν κάτι φρεσκοχωρισμένους που τα φτιάχνουν ξανά με κάποιο πρώην για να νιώσουν πως ξέρουν πού βαδίζουν και πως όλο και κάτι ορίζουν. Ίσως να είναι λογικό να κλείνουν οι ψυχές και να στενεύουν, να γίνονται δικαστές και τιμωροί τα λόγια και στεγνά τα σώματα. Ίσως να είναι λογικό να μιλάμε για τις αξίες του έθνους και της ελληνικής οικογένειας, για ηθική και θρησκεία την ώρα που γίναν σπίτια τα πεζοδρόμια και κρεβάτι τα παγκάκια.
Ρίχνω άλλη μια ματιά στο φυλλάδιο πριν το πετάξω στα σκουπίδια, θόλωσαν απ’τα χρυσά τα γράμματα τα μάτια μου, πνίγηκε μες το χρυσό η ανάσα μας, αγοροπωλησίες κοσμημάτων, χρυσές ευκαιρίες για δουλειά στο εξωτερικό και μια χρυσή αυγή στη κοινοβούλιο. Όσο περισσότερος χρυσός στη ζωή μας, τόσο πιο φτωχή αυτή γίνεται. Και πιο μαύρη.