Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

μπλου

Και τώρα κάτι παλιό, κάτι γνώριμο και αγαπημένο, μια μικρή, πολύ μικρή αφιέρωση στην δεύτερη πανσέληνο του Αυγούστου, στο τελευταίο φεγγάρι του καλοκαιριού, στο μπλε φεγγάρι, στις μπλε νύχτες και σε όσους αρ φιλινγκ μπλου.




(και θυμάμαι κάτι γυμνασιακά πάρτυ, με το χέρι του στην πλάτη να τρέμει και την καρδιά να κλωτσάει στο στήθος. Ωραία χρόνια, ανύποπτα.)

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

every summer in our life

Αύγουστος 2003, Παξοί.
Έχουμε νοικιάσει μια βάρκα και κάθε μέρα πηγαίνουμε Αντίπαξους. Αγκυροβολούμε στη μέση του πουθενά και βουτάμε. Στεγνώνουμε στην κουπαστή και φιλιόμαστε κάτω απ’τον ήλιο. Πατάμε στεριά και γινόμαστε ένα με την άμμο. Το σώμα είναι πηλός που ψήνεται, ασπρίζει απ’την αλμύρα, ροδίζει απ’το φως. Ο ιδρώτας μυρίζει καρύδα και το στόμα καρπούζι κατακόκκινο.
Τα βράδια περπατάμε και μιλάμε. Γινόμαστε ένα με τη νύχτα. Κάνουμε έρωτα. Το σώμα είναι πηλός που πλάθεται. Είναι λαχτάρα και ανάγκη. Μυρίζει χώμα και νερό. Και αλάτι. Το νησί είναι δικό μας. Είναι εμείς. Όλα τα νησιά είναι δικά μας. Όλος ο κόσμος είμαστε εμείς.

Αύγουστος 2012, παραλία Αγ. Σαράντα, Πήλιο.
Έντεκα το πρωί, στην παραλία με τα δύο παιδιά σε κατάσταση η υστερία έρχεται, η υστερία φτάνει. Προσπαθώ να φτιάξω το γάλα του μικρού και ταυτόχρονα να τον ηρεμήσω. Η μικρή με έχει τρελάνει στα μαμά αυτό, μαμά εκείνο και ο Σ. φουσκώνει δελφινάκια, μπαλίτσες και μαξιλαράκια. Έχω πονοκέφαλο, θέλω πέντε λεπτά ηρεμίας όταν παρατηρώ το ζευγάρι της διπλανής ομπρέλας. Είναι γύρω στα εξήντα – εξήντα πέντε, ακούνε μουσική με τα ακουστικά τους, διαβάζουν και χαίρονται τη γαλήνη τους.
Κοιτάζοντάς τους, αυτούς τους ανέμελους αραχτούς μεσήλικες που απολαμβάνουν τη θάλασσα και τον ήλιο, την άνεση της ξαπλώστρας και τη σκιά της ομπρέλας, τη γεύση του καφέ και τις λέξεις του βιβλίου, μία και μόνη σκέψη περνάει από το μυαλό μου. Όταν φτάσω στην ηλικία τους, σκέφτομαι, όταν θα μπορώ και εγώ όπως αυτοί να έχω χώρο και χρόνο, θα ζηλεύω απίστευτα τα νεαρά ζευγάρια σαν εμάς που θα βρίσκονται στην παραλία αγκαλιά με τα μωρά τους. Θα ζηλεύω απίστευτα τις τσουγκράνες και τα φτυαράκια τους. Τα μπρατσάκια. Τα ουφ και τα αμάν τους. Τη ζωή στη ζωή τους. Και τη σκέψη αυτή κρατάω για όλο το καλοκαίρι. Και ίσως και για κάποιο απ΄τα επόμενα.

Αύγουστος 2025, κάπου.
Ακούω τους ήχους του καλοκαιριού. Ζαλίζομαι. Ο αέρας μυρίζει γιασεμί και φρεσκοψημένη βάφλα. Είμαι ευτυχισμένη. Είναι η αγκαλιά μου γεμάτη και η φωνή μου ζεστή. Νιώθω γαλήνη, νιώθω ταραχή. Και προσμονή. Πάντα μα πάντα προσμονή.
Σταυρώνω τα δάχτυλα και κάνω ευχή.
Και εκείνη μου κάνει τη χάρη και βγαίνει αληθινή.  






φωτογραφία Ed. Weston
  

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

νύχτες από ρούμι, μέρες από παγωτό

Και κάπου εκεί ανάμεσα σε μια κούνια και δυο τραμπάλες κατάλαβες ότι βράδιασε ξαφνικά και κάτι από τη θλίψη αποχαιρετισμού σε πήρε. Βράδιασε, είπες, μίκρυνε η μέρα, πάει, αλλά σε έπιασα απ’το χέρι και θυμήθηκες πόσα μεσημέρια μένουν ακόμα που θ ‘αφήσουμε τον ήλιο να σιγοψήνει το κορμί  και να ζαλίζει τη σκέψη μας δίπλα σε μισοφαγωμένα ροδάκινα και αδειανά τσαμπιά σταφύλι. Απογεύματα παρέα με τσουλήθρες  και παγωτό τσιχλόφουσκα να στάζει στο μανίκι, με ιστορίες για πειρατές και δελφίνια που πετάνε τραγουδώντας για χαμένες αγάπες και μαγικά ρεβύθια. Μας περιμένουν ακόμη βραδάκια που μυρίζουν ρούμι και γιασεμί και έχουν τη γεύση από μαύρη ζάχαρη και τη δροσιά από βαμβακερά σεντόνια. Ολοκαίνουργια.
Και θα συνεχίσουν να μας ζεσταίνουν οι μέρες και οι νύχτες να κολλάνε στο δέρμα σαν κάτι αυτοκόλλητα που αντάλλαζες μικρός και κρατάς δυο τρία απ’αυτά στο κομοδίνο στο πατρικό σου να μη νιώθεις πως μεγάλωσες κι’ας ξέρεις πως δεν είσαι πια παιδάκι. Και θα δω ξανά απ’αυτά τα όνειρα -που έχω χρόνια να δω- που είναι ο κόσμος καλός και αγγελικά πλασμένος, όλοι αγαπιούνται και αγκαλιάζονται και τραγουδάνε παρέα. Είναι γελαστοί και δεν μισούν κανένα, ούτε ψάχνουν για εύκολα θύματα σε χαμηλά σπίτια και σε στενά δρομάκια. Απ’αυτά τα γλυκανάλατα που θυμίζουν κομεντί με τον Τομ Χανκς και τη Μεγκ Ραϊαν, τότε που έμοιαζε κοριτσάκι με τα κοντά μαλλιά και τα στρωτά παπούτσια. Και θα ξυπνήσω το πρωί και θα χαζογελάω και δεν θα λέω σε κανένα γιατί, μόνο σε σένα θα το πω και θα κοροϊδεύεις που βλέπω ακόμα παιδικά όνειρα, θα κοροϊδεύεις και δεν θα με νοιάζει γιατί θα ξέρω πως σ’άρεσε το όνειρό μου και ακόμη πιο πολύ σ’άρεσε που το είδα. Γι’αυτό.
Και κάθε μέρα θα βραδιάζει λίγο νωρίτερα και θα χάνουμε απ’τη μέρα μα θα κερδίζουμε απ’τη νύχτα μας, έτσι να σκέφτεσαι, θα κερδίζουμε λεπτά κουλουριασμένοι στον καναπέ την ώρα που σωπαίνει το σπίτι, θα κερδίζουμε λέξεις και βλέμματα και αγκαλιές που θα μυρίζουνε φρεσκοψημένο ποπ κόρν και μηλόπιτα με καρύδι και κανέλλα. Και θα δεν πειράζει γιατί θα έχουμε χορτάσει από δροσερό καρπούζι και μελωμένα σύκα που κολλάνε στα δάχτυλα. Από θάλασσες με βράχια που μοιάζουν αλυκές και ξεροψημένα καλαμπόκια.
Βράδιασε, είπες, μίκρυνε η μέρα, πάει, μα μας περιμένουν ακόμη νύχτες φτιαγμένες από καλοκαίρι και ο χειμώνας είναι ακόμη μακριά, δεν θα’ρθει, μη φοβάσαι δεν θα τον αφήσουμε, δεν πρόκειται ούτε μια στιγμή να μας αγγίξει πριν τον επιθυμήσουμε, πριν τον καλωσορίσουμε οι ίδιοι μαζί με το πρώτο ζεστό μας ντους.     

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Λένε

Λένε. Πως οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι οι ανεκπλήρωτοι.
Όμως. Υπάρχει πιο ανεκπλήρωτος έρωτας, πιο ανέφικτος, απ’αυτόν που προσπαθείς να ξυπνήσεις, όταν είναι φανερό πως έχει πέσει για ύπνο? Αιώνιο.

για τους Ν.+ Π. και πολλούς άλλους.




φωτογραφία robert bourdeau