Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

στο φως


Tα χέρια μου ξεράθηκαν. Είναι ξερά και άγρια και με πονάνε. Βάζω κρέμα και τα χαϊδεύω. Μία, δύο, τρείς στρώσεις κρέμα και τα νιώθω να ζωντανεύουν ξανά. Κοιτάζω τα νύχια μου. Κοντά κομμένα και άβαφα. Πόσο μου αρέσουν τα άβαφα νύχια. Μου θυμίζουν τη μαμά μου που δεν έβαλε πάνω τους χρώμα ποτέ, εκτός ίσως από κανένα λευκό διάφανο το καλοκαίρι, έτσι για να πει ότι τα’φτιαξε. Βάζω ξανά λίγη κρέμα και σκέφτομαι πως τα άβαφα νύχια μου είναι κάτι σαν νήμα που με δένει με το παρελθόν μου. Με την οικογενειακή εστία και παράδοση. Είναι το κομμάτι του εαυτού μου στο οποίο καταφεύγω στα δύσκολα. Σαν κάτι παλιές συνταγές για εκμέκ παγωτό ή γλυκό κυδώνι. Τραγανό και μαλακό όσο πρέπει. Οικείο. Σαν κίτρινο μπαλόνι στο σκοτάδι.

Ποτέ μου δεν συμπάθησα τα μυστικά. Όχι ότι δεν μπορώ να κρατήσω μερικά, αλλά μου προκαλούν άγχος και συχνά και αμηχανία. Μου αρέσει το φως και οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’αυτό. “Που ζουν μέσα σ’αυτό”, μαλακίες αλλά εντάξει. Ό,τι κρυφό με ταράζει. Ναι, γενικά δεν μου αρέσουν τα μυστικά, εκτός από εκείνα τα χαζά, τα “κρυμμένα στης καρδιάς τα βάθη” που τραγουδούσε και η Αλίκη ασπρόμαυρα νομίζω και κομματάκι γλυκανάλατα. Ας είναι, χίλιες φορές αυτά.

Τώρα τελευταία ξαναδιάβασα ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ. Τι είδε η γυναίκα του Λωτ,  της Ι. Μπουραζοπούλου, ένα βιβλίο με το οποίο είμαι βαθιά ερωτευμένη. Είχα πολύ καιρό να ερωτευτώ βιβλίο και χαίρομαι που γράφονται ακόμη βιβλία ικανά να με ξαναβάλουν σε τροχιά. Σκεφτόμουν ότι αν ποτέ συναντούσα τη γυναίκα που έγραψε αυτό το βιβλίο (και το Η ενοχή της αθωότητας, άλλη αγάπη αυτό) δεν θα ήξερα τι να της πω. Ίσως να έμενα σιωπηλή ή να έλεγα κάτι κοινότυπο όπως –λατρεύω τα βιβλία σας ή –σας ευχαριστώ που υπάρχετε ή μια τέτοια βλακεία τελοσπάντων. Απ’την άλλη και τι να πεις, φτωχά τα λόγια και ασήμαντα, καλύτερα να σταθείς βουβός και ακίνητος, να λαμπυρίζει στα μάτια σου το φως. Αθόρυβα, σαν ήρωας σε ταινία του βωβού κινηματογράφου. Μέσα στη σιωπή. Μέσα στο φως. Έτσι.

Τώρα που η μέρα έχει μεγαλώσει κάπως και αρχίζει να αχνοφαίνεται κάπου μακριά μια άνοιξη και ίσως κάποιο καλοκαίρι, όλο και μεγαλώνει η αίσθησή μου, πως δεν μπορεί, πάλι θα τα καταφέρουμε. Κάπως θα γίνει και θα επιστρέψουμε. Έτσι ή αλλιώς, θα βρούμε τον τρόπο, από κάπου θα πιαστούμε και θα την παλέψουμε. Ή εντάξει, έστω θα τη σκαπουλάρουμε. Ή κάτι τέτοιο. Ναι, κάτι τέτοιο. Γιατί όχι;    

5 σχόλια:

Λιακάδα ☼ είπε...

Κι έλεγα ότι είμαι η τελευταία γυναίκα στον πλανήτη με τέτοια νυχια... Στις πολύ κακές μου στιγμές τα έβαψα κόκκινα... όταν με είδαν φίλες που με είχανε συνηθίσει με άβαφα ή με ασπρα απαλά χρώματα κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλα με μένα...
Οσο για το βιβλιο αυτό το βρίσκω εφυέστατο όμως με κούρασε πολύ το διάβασμά του μέχρι τη μέση...
Καλή βδομάδα να έχουμε!

meril είπε...

τελικά...κάπου μοιάζουμε και γι' αυτό μ' ένα μυστικό τρόπο βρισκόμαστε...
με συγκινεί αυτό κυρίως επειδή ξεφεύγει απ' τη λογική
επειδή η ζωή μπορεί με χίλιους τρόπους να σε εκπλήξει...
αλλά φλυαρώ
σε τέτοια αγαπησιάρικα κείμενα έχω την τάση να φεύγω απ' το θέμα και να φλυαρώ
την ώρα που πίνω καφέ και έχω την αίσθηση πως τον πίνουμε παρέα...

karagiozaki είπε...

καλή βδομάδα, καληνύχτα

Eva Psarrou είπε...

Κόκκινα δεν τα έχω βάψει ποτέ, το πολύ κανένα παστέλ ροζ ή λευκό ή σκέτο διάφανο για να λέω σα τη μητέρα σου ότι τα έφτιαξα. Όχι επειδή δεν μου αρέσει να τα βλέπω σε άλλες γυναίκες αλλά επειδή νομίζω ότι χρειάζεται και μια αλλέγκρα γκλαμουράτη προσωπικότητα από πίσω για να τα υποστηρίζει και εγώ πιο χαμηλών τόνων δεν θα μπορούσα να είμαι.
Κρατώ τους τίτλους των δύο βιβλίων και θα τα αναζητήσω σε άμεσο χρόνο, σ' ευχαριστώ για την πρόταση!

karagiozaki είπε...

είναι υπέροχα βιβλία Εύα μου, είμαι σίγουρη πως θα τα απολαύσεις!