Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

επτά δισεκατομμύρια δεκατρείς φωνές


Μπαίνω με φούρια μέσα στο σπίτι, βγάζω γρήγορα το παλτό μου ενώ ταυτόχρονα  δίνω φιλί στη μικρή και σκάω χαμόγελο στο μπέμπη που κουνάει έξαλλα χέρια και πόδια από τη χαρά του μόλις μπαίνω στο δωμάτιο. Με κοιτάει με λατρεία -ΛΑΤΡΕΙΑ όμως- και ξαφνικά ξέρω γιατί όλοι οι άντρες είναι μαμάκηδες. Γιατί έτσι τους έπλασε η φύση και ο καλός Θεούλης. Τελεία. Πριν προλάβω να πάρω ανάσα πρέπει να βάλω τη στολή του σούπερ ήρωα –αυτή της μαμάς- και να αναλάβω τα μικρά. Γυρίζω από εξωτερικές δουλειές και έχω τα νεύρα μου, θα’θελα να μπορώ να γκρινιάξω για χίλια πράγματα, αλλά αυτή είναι μια πολυτέλεια που πολύ απλά δεν είναι για μένα.
Ώρες ώρες μου λείπουν εκείνες οι εποχές που μπορούσα πραγματικά να κάνω μια ολόκληρη σκέψη χωρίς να με διακόψει ένα ουά-ουά, ένα μαμά-μαμά, ενίοτε και ένα ουά μαμά ουά μαμά. Αυτή η εβδομάδα δεν ήταν καλή. Ήταν μια κακή εβδομάδα, απογοητευτική από αυτές που θες να φύγουν και να μη ξανάρθουν. Έρχεται Σαββατοκύριακο όμως και σταυρώνω με προσμονή τα δάχτυλά μου.
Υπάρχουν πλέον τόσα πολλά που με θυμώνουν εκεί έξω. Λες και η πόλη είναι κάτω απ’την επίδραση φίλτρου. Τα κομμάτια του μαγικού καθρέφτη έχουν μπει στο μάτι του κόσμου και η βασίλισσα του χιονιού περιμένει να κλείσει σ’ένα κάστρο από πάγο την καρδιά μας. Με πνίγει το «κακό και το άδικο» και νιώθω να κόβεται η φωνή μου, ακριβώς τη στιγμή που θέλω πιο πολύ να φωνάξω, να φωνάξω με μανία. Είναι στιγμές που θέλω να ουρλιάξω, να ουρλιάξω τόσο δυνατά που να τους πάρει ο διάολος όλους, μα η φωνή μου είναι φυλακισμένη μέσα στους τοίχους μου. Σκέφτομαι να ανοίξω το παράθυρο και να αφήσω ελεύθερη να ακουστεί η αγανάκτησή μου, μα φοβάμαι πως η φωνή μου θα πνιγεί μέσα στους ήχους της πόλης. Νιώθω μικρή, πολύ μικρή, ένα όνομα, πέντε γράμματα, μες το βιβλίο της πλάσης. Θα’θελα να μπορούσε η φωνή μου να πάρει δύναμη απ΄τη φωνή του κόσμου. Για ένα λεπτό, μια συνεχόμενη κραυγή, εκατό, διακόσιες, χίλιες, χίλιες δεκατρείς φωνές, ένα εκατομμύριο φωνές, επτά δισεκατομμύρια φωνές ενωμένες σε ένα σύνθημα, σε μια κραυγή, να νικήσουν την κάθε κεντρομόλο, να μπει σ’άλλη τροχιά ο πλανήτης.  
Με πιάνει μια θλίψη κάποιες φορές και θέλω απλά να βάλω τα κλάματα, να κλείσω τα μάτια και να αφήσω να χυθούν ποτάμι τα μέσα μου, μα δεν το τολμώ γιατί φοβάμαι πως μαζί με τα δάκρυα θα φύγει, θα κυλίσει έξω και η οργή μου, αφήνοντάς με ήρεμη και συμβιβασμένη. Εγώ όμως τη θέλω την οργή μου. Θέλω το πείσμα μου ζωντανό να χτυπάει στη φλέβα, το θέλω για να ξεκινώ ξανά την κάθε μέρα, για να κοιτάζω στα μάτια τα παιδιά μου, να ντύνομαι τη στολή του σούπερ ήρωα, του κάθε ήρωα, του κάθε ανθρώπου.
Και είναι και οι στιγμές οι άλλες, που θα’θελα απλά να ήμουν παιδί και να μπορώ να κρύψω κάτω απ’το πάπλωμα το πρόσωπό μου, να γυρίσω σ’ένα παιδικό δωμάτιο, τότε που όλος ο κόσμος ήταν παιχνίδια στα ράφια και ζωγραφιές, οι μέρες εύκολες και απλές σαν ποιήματα σε σχολικές γιορτές. Μα ξέρω καλά πως δεν μπορώ, τώρα το ποίημα το γράφω εγώ και το τέλος δεν το ξέρω.   
Σκέφτομαι… σκέφτομαι και το παραλήρημα μου συχνά διακόπτει ένα ουά και ένα μαμά. Αναρωτιέμαι μέσα σ’όλα, αν θα μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να νικήσει τον εαυτό του. Αν θα μπορούσε τελικά να ήταν ο κόσμος μαγικός, παράδεισος η πλάση, όπως τόσο όμορφα μας περιγράφει αυτή η κιθάρα, η κουτσή. Και ποιο θα ήταν το μυστικό ενός τέτοιου κόσμου. Κάνω μηχανικά ψιλοδουλειές μέσα στο σπίτι, -σηκώνω δυο παιχνίδια από το πάτωμα, βάζω ένα ποτήρι στο πλυντήριο πιάτων- ενώ ταυτόχρονα μουρμουρίζω το αγαπημένο μου σημείο του τραγουδιού. 
Ένας γαλάζιος ουρανός παράθυρο και σκέπη
να ‘χαμε τρεις δραχμές στη τσέπη και τρεις ο διπλανός

Και είναι αυτό το «και τρεις ο διπλανός» που κάνει όλη τη διαφορά.



[κιθάρα από χαρτόνι, Πικάσο]

Δεν υπάρχουν σχόλια: