Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ημέρωμα

To βάρος του πάνω της ήταν πάντα καλοδεχούμενο. Αυτή η αίσθηση της πληρότητας ερχόταν κάθε φορά μαζί του, κάθε φορά που απλά έγερνε το κεφάλι του στον ώμο της, που έκλεινε τα μάτια και αφήνονταν – μ’ένα μικρό αναστεναγμό- στην αγκαλιά της. Από τον απέναντι καθρέφτη μπορούσε να παρατηρεί ανενόχλητη το σώμα του χαλαρό πάνω στο δικό της, την ανεπιφύλακτη εγκατάλειψή του στα χέρια της, τη γαλήνη που φανέρωναν πόδια και χέρια ακίνητα σ’ένα πρόχειρο αγκάλιασμα. Κοίταξε το πρόσωπο, τα κλειστά βλέφαρα, τα μαλλιά που ανάκατα σκέπαζαν σχεδόν το μέτωπό του και ασυναίσθητα τον έσφιξε λίγο περισσότερο πάνω της, να πάρει λίγη ακόμα από τη ζέστα του, να ανασάνει τις μυρωδιές του, να γαληνέψει με την πραότητά του. Χάιδευε με τα χείλη τα μαλλιά του, προσέχοντας να μην τον ξυπνήσει, να μην ταράξει τον ύπνο του και αναρωτιόταν τι ζωές να ζούσε στα όνειρά του. Μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να παρατηρεί τα μάτια και τα ζυγωματικά του, μύτη, πηγούνι και χείλη, αυτιά και μέτωπο όλα μαζί μια εικόνα αγάπης, αγάπης από αυτές που σε κρατάνε τα βράδια άυπνη και τις μέρες όρθια, με νύχια έτοιμα να αφήσουν γρατσουνιές. Μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να φυλάει τον ύπνο του, σκοπός της νηνεμίας του, σκοπός και της ζωής του.       
Κι’όμως, δεν ήταν παρά λίγα μόλις λεπτά νωρίτερα που υπήρχε ένταση σ’αυτό το σώμα, υπήρχε κίνηση σ’αυτά τα ξαπλωμένα μέλη, δύναμη και νεύρο και απαίτηση καθώς απόλυτα ζητούσε και διεκδικούσε όλη της την προσοχή, την κάθε σκέψη, ούτε ένα βλέμμα να μην ξεφύγει, ούτε ένα κύτταρό της να μην είναι εκεί δοσμένο. Δεν ήταν παρά λίγα μόλις λεπτά πριν, που το στόμα του άφηνε ακατάληπτα λόγια και σαλιωμένα φιλιά στο πρόσωπό της, τραβούσε με μανία τα ρούχα, τεντωνόταν και κύρτωνε ξανά και ξανά στα χέρια της και άφηνε μικρές κραυγές δοκιμάζοντας την δύναμη και την αντοχή της.  
Μέσα από τον απέναντι καθρέφτη είδε κάθε στιγμή αυτής του της πορείας από την ένταση στην ηρεμία, είδε το νεύρο του κορμιού και στη συνέχεια την παράδοση, τη χαλάρωση, την –επιτέλους- άνευ όρων εγκατάλειψη στην αγκαλιά της, στα χέρια της, η νίκη ήταν δική της, κέρδισε, υπέταξε τη δύναμή του, το πάθος και το πείσμα του, κέρδισε, μπορούσε τώρα να απολαύσει τη νίκη της, το παιχνίδι ήταν δικό της, κέρδισε, αγώνας, πάλη, άλλη μια μέρα μάχης και κέρδισε, μπορούσε πια γαληνέψει, ν’ ανασάνει, ψυχή και σώμα να ξεκουραστεί.      
Τον έσφιξε μια ακόμη στιγμή πάνω της, άφησε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπό του και αφού είπε μια σύντομη προσευχή από μέσα της, με απαλές κινήσεις τον έβαλε προσεχτικά στην κούνια.



φωτογραφία, Willy Ronis.

κι ο Νικόλας να σε νανουρίζει.

Έχω ένα παπάκι, να μου κάνει πα,
να μου κάνει πα πα πα…

4 σχόλια:

aerostatik είπε...

παιδιά...

Λιακάδα ☼ είπε...

χαχαχα.... να'σαι καλά...
Μόνο όποιος έχει ζήσει κάτι τέτοιο καταλαβαίνει το μεγαλείο της στιγμής...
Φιλιά!

vague είπε...

Χα, με ξεγέλασες! ;)
Πολύ καλό. Μπράβο!

karagiozaki είπε...

@aerostatic, παιδιά - θηρία, ναι.

@λιακάδα, ναι, πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις;)

@riski, αυτός ήταν ο στόχος ;) ευχαριστώ :)